The real red shoes

The real red shoes

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Robert De Niro: Dear graduates you are fucked



Robert De Niro gave an inspirational and impressive speech to New York University graduates. “Tisch graduates you made it... and you’re fucked”, he starts.

And he’s right. Choosing to work in the Arts— and the Humanities, might I add— entails a huge risk. You get rejected, your best sometimes is not enough, you rarely get compensated as you should and you are not independent moneywise.
 

On top of that, a society in crisis is not the best place for artists and scholars who criticize the basic functions of capitalism or merely do not serve it.

But as De Niro aptly notes, you don’t choose to follow your passion, you just succumb to it. And there is hope since following your heart is the recipe of success. Or at least that’s what they say.

The best advice from the actor comes last: you have to know that rejection isn’t personal and just go after your next goal. You have to say “next” every time you don’t get a straight A because straight As don’t come with the real life.

My only objection to this speech is that it wasn’t given before graduation. Most students who are trying to find their passion in life, their element, are in desperate need of honest and straightforward advice like De Niro’s.


Τρίτη 19 Μαΐου 2015

La Casa de los espíritus y la perrera de la crisis

Acabo de leer La Casa de los espíritus de Isabel Allende. Es un libro maravilloso, lleno de fantasía e imágenes de un mundo diferente paralelo a lo nuestro, con baúles mágicos y espíritus benévolos, sino también con cosas más cotidianas como luchas sociales y dictaduras tiránicas.

Como todos los libros buenos, me ha hecho pensar. Y he pensado mucho sobre la naturaleza de la opresión. La protagonista, Alba, fue detenida por sus ideas políticas y la ayuda que ofreció a gente perseguida por la Junta.

Cuando estaba en la cárcel, Alba fue encerrada en un sitio que se llamaba “la perrera”. Allí no entraba ni luz ni aire, no podía moverse, ni siquiera sentarse. Pero los espíritus y particularmente su abuela Clara, clarividente, la ayudaron a sobrevivir. Le aconsejaron escribir todo en su mente, y después, cuando tuviera papel y lápiz a escribir todo para que no se le escapara de la memoria.

Siento, que a veces, nosotros estamos en la perrera, en la época de la crisis. Sin embargo, nuestra perrera es mucho distinta de la de Alba. No podemos movernos pero no nos damos cuenta de nuestra situación porque la dictadura que nos oprime es muy insidiosa. De hecho, estamos prisioneros de los capitalistas, de los gobiernos, de los banqueros, del sistema y de un montón de ineptos, pero, no podemos entender que esa situación nos está contaminando la vida y nos está privando de nuestra libertad.

La perrera inadvertida es peligrosísima. No nos damos cuenta de la situación y por eso no podemos resistir. Y no tenemos miedo, o mejor dicho, no tenemos lo suficiente miedo para enfrentar la dictadura del dinero.

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Έχω χρόνο;

Ξεκούρδιστο φως έμπαινε φωτίζοντας αχνά την ασήμαντη θλίψη του. Μια θλίψη αναίτια και παράξενη που δεν είχε τη ρίζα της σε κάτι που συνέβη αλλά σε κάτι που δε συνέβη. Σε μερικούς μήνες θα έκλεινε τα τριάντα και δεν είχε πετύχει και πολλά… Δεν ήταν και ιδιαίτερα καλός σε κάτι. Είχε περάσει τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του ευχάριστα, σπουδάζοντας, «παρτάροντας», ταξιδεύοντας. Η ζωή ήταν ένα πάρτι, Αθήνα, Λευκωσία, Παρίσι, Λονδίνο, Άμστερνταμ, νησιά, και πού δεν πήγε. Αυτοκίνητα, γκόμενες, μπουζούκια, κλαμπ. Μα τέλειωσαν οι σπουδές κι έπρεπε να μαζευτεί, να σοβαρευτεί, δε θα τον άφηνε πια να τριγυρνάει έτσι ο μπαμπάς…

Έτσι, επέστρεψε στη μικροσκοπική Λευκωσία κι άρχισε την εκπαίδευση για ορκωτός λογιστής. Οι μέρες του κυλούσαν αργόσυρτα και βασανιστικά, μετρούσε τις ανάσες με διαλείμματα για τσιγάρο, έβγαινε έξω και ρουφούσε λαίμαργα τον καπνό λες κι αυτός θα του ‘δινε μια λύση. Βαριόταν. Πιεζόταν. Δυσανασχετούσε. Δεν ανέπνεε. Του’ λειπαν οι ανοιχτοί ορίζοντες κι ιστιοπλοΐα του. Η θάλασσα… είχε την ανόητη εντύπωση πως τη δάμαζε κάθε φορά που ριχνόταν στα κύματα, πού να ‘ξερε πως τον περιγελούσαν.


Έψαχνε γι’ άλλες διεξόδους. Γυμναστικές, χοροί, έξοδοι. Σε μια απ’ αυτές γνώρισε κι εκείνη… Εκείνη, πανέμορφη, αιθέρια, σοφιστικέ. Θα ταίριαζε με το κοστούμι και τα φιμέ γυαλιά του. Ήτανε κι έξυπνη. Τις βαριόταν τις ηλίθιες, αν και συμβιβαζόταν και μ’ αυτές όταν έπρεπε. Δεν είχε όμως χρόνο για χάσιμο, ούτε για περιπέτειες. Έτσι κι αλλιώς θα γινόταν τριάντα, έπρεπε να βρει κάποια που να μην ντρέπεται να συστήσει στους γονείς του. Μόλις τον είδε με το σκούρο κοστούμι του εντυπωσιάστηκε, έτσι ήθελε να πιστεύει, απ’ την ομορφιά του. Την έβγαλε έξω για γιαπωνέζικο— τα σιχαινόταν τα ψάρια μα πέτυχε γκόμενα γκουρμέ. Πήγαιναν για χορό, για περπάτημα, για ποτό, είχε χαθεί στη δίνη της κι αυτή στη δική του, έσμιξαν τους κόσμους τους κι έδειξε ο ένας στον άλλο τη δική του πραγματικότητα. Περνούσαν καλά, ήταν ερωτευμένοι ή τουλάχιστον ενθουσιασμένοι— έτσι νόμιζε.

Μέχρι που άρχισαν να μαζεύονται σύννεφα και άπνοια νέκρωνε την ατμόσφαιρα— η μεγάλη ανάσα πριν την καταιγίδα. Στην αρχή δεν έδινε σημασία, μερικά σχόλια, κάποιες ματιές, η ντροπή όσων ήξεραν, μπηχτές. Ύστερα, υπερβολικές απαιτήσεις, έλεγχος από ενδιαφέρον. Πάμε εκεί; Πάμε αλλού; Πότε θα με γνωρίσεις στους δικούς σου; Πώς βλέπεις τη σχέση μας; Γιατί τσιγκουνεύεσαι, αφού μπορείς…
Το’ χε ψυλλιαστεί μα δεν ήθελε να το παραδεχτεί στον εαυτό του. Δεν ήταν ενθουσιασμένη. Ούτ’ εκείνος ήταν. Μα δεν έλεγε να την ξεφορτωθεί, είχε συνηθίσει την ανάσα της το βράδυ καθώς ξάπλωνε πλάι του, είχε συνηθίσει να βρίσκει κάποιον σπίτι μετά τη δουλειά για να μπορεί να παραπονιέται για την καθημερινότητά του, είχε συνηθίσει να έχει μόνιμη παρτενέρ στο χορό. Αλλ’ όμως εκείνη ήταν χειρότερη. Είχε συνηθίσει, είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα έβρισκε μια άνετη, ανεξάρτητη ζωή κοντά του. Μόνο με το δικό του εισόδημα και τις πλάτες του μπαμπά θα μπορούσαν να ζουν μαζί, μόνοι, σαν κανονικό ζευγάρι.

Κι οι δυο είχαν βρει ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Αλλά πάλι δεν του’ ταν αρκετό. Εξού και η θλίψη. Η αναίτια. Είχε τα πάντα σύμφωνα με τους απ’ έξω: δουλειά, λεφτά, αγάπη. Μόν’ αυτός ήξερε τι περνούσε. Όλοι έβλεπαν το παιδιάστικο χαμόγελό του και τους ευχάριστούς του τρόπους κι έλεγαν, να το βολεμένο το παιδί! Πώς θα μπορούσαν να το βάλουν με το νου τους πως κάθε μέρα το βολεμένο το παιδί έλιωνε όπως ο άστεγος στη γωνία κι όπως η φίλη του που σπούδασε μουσική και παρακαλούσε να την προσλάβει τουλάχιστον το σουπερμάρκετ.


Κοίταξε έξω τις αδύναμες αχτίδες που πάλιωναν με τα σύννεφα κι ένιωσε τόσο μα τόσο άδειος. Δεν είχε πετύχει τίποτα κι ας είχε την τέλεια εικόνα, μια τέλεια περιγραφή τι να σου κάνει, σκέφτηκε φυσώντας προς τα πάνω τον καπνό. Πρέπει κάτι να κάνω τελοσπάντων, μούχλιασα, πίεσε τον εαυτό του. Το βρήκα, αναφώνησε μετά από ώριμη περισυλλογή, θα χωρίσω την γκόμενα, αυτό θα κάνω. Σηκώθηκε και μπήκε στο ντους ευχαριστημένος με τον εαυτό του που πήρε μια μεγαλίστικη απόφαση.

Σαν έκλεισε το νερό άκουσε το κουδούνισμα του κινητού. Βγήκε στάζοντας και τυλίχτηκε γύρω στη μέση μια πετσέτα— just in case. Ήταν εκείνη, ήθελε να πάνε για χορό. What the hell… OK της έγραψε και άρχισε να ετοιμάζεται. Είχε χρόνο.