The real red shoes

The real red shoes

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Μια απρόσμενη περιπέτεια

Μετά από αρκετό καιρό απουσίας μοιράζομαι μαζί σας αυτή τη μικρή ιστορία. Ελπίζω να σας αρέσει!


«Τι σου είναι ο άνθρωπος,» σκεφτόταν κοιτάζοντας τον ολόλευκο θόλο που την σκέπαζε. Καθόταν στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια καρέκλα εδώ και πολλά χρόνια. Πάντα όποτε ερχόταν στην Βιβλιοθήκη της Φανερωμένης επέλεγε την ίδια θέση. Την είχαν μάθει εδώ και χρόνια και της κρατούσαν την θέση. Αν τύχαινε και καμιά μέρα δεν πήγαινε την ρωτούσαν την επομένη τι της είχε συμβεί.

Προσπαθούσε  να λύσει μεγάλα μυστήρια της ζωής διαβάζοντας σκονισμένους τόμους και κάνοντας χιλιάδες σημειώσεις. Έγραφε, έσβηνε. Πρώτα γέμιζε τετράδια, τώρα τα έχει όλα συγυρισμένα στον υπολογιστή της, σε αρχεία και υποφακέλους. Πολύ συγυρισμένα. 



Παντού υπήρχε μια τάξη. Στη ζωή της, στα αρχεία της, στις μελέτες της. Τίποτα δεν ήταν ικανό να διαταράξει αυτή την τάξη, αυτή την κανονικότητα που διείπε τη ζωή της. Τίποτα. Έτσι έλεγε στον εαυτό της. Μέχρι που μια μέρα έγινε κάτι εντελώς αναπάντεχο. Κάτι που της άλλαξε τελείως τη ζωή. Δεν το είχε συζητήσει με κανένα. Κι ούτε σκεφτόταν ποτέ της να το συζητήσει. Κάτι, ή μάλλον κάποιος είχε αποτολμήσει να διαταράξει την καθημερινότητά της. Γι’αυτό και τώρα άρχισε να βλέπει τις μελέτες της διαφορετικά.

Τι ήταν αυτό που μπόρεσε να της αναποδογυρίσει τις συνήθειες θα μου πείτε; Ε λοιπόν, ήταν κάτι τελέιως απρόσμενο και ανόητο. Στην ηλικία της...



Όλα άρχισαν μια δροσερή βραδιά του Ιούνη. Είχε πάει σε μια πολιτιστική εκδήλωση. Μόνη ως συνήθως. Δε χρειαζόταν παρέα. Έτσι κι αλλιώς οι φίλοι της είτε είχαν πολλές δουλειές είτε δεν ενδιαφέρονταν για τέτοιου είδους διασκεδάσεις.

Είχε φορέσει ό,τι βρήκε μπροστά της. Ήταν στο γυμναστήριο βλέπετε και ύστερα δεν προλάβαινε να ετοιμαστεί όπως θα ήθελε. Έτσι κι αλλιώς το  κοινό δε θα πολυνοιαζόταν για την αμφίεσή της. Κανένας δεν την παρατηρούσε και πολύ. Στην ηλικία της.
Είχε φορέσει λοιπόν, κάτι λουλουδάτο από πάνω και ένα κολάν με κάτι παπούτσια χαμηλά χοντροκομμένα. Δεν της πολυάρεσαν αλλά την βόλευαν αφάνταστα. Ίσως να πήγαινε μια βόλτα περπατητή στην παλιά πόλη ύστερα. Λάτρευε τη Λευκωσία τα καλοκαιριάτικα βράδια. Και τις καλύτερες ανακαλύψεις τις έκανε μόνη της.



Έτσι ετοιμάστηκε βιαστικά και πήγε στην εκδήλωση. Η οποία εκδήλωση ήταν μία βλακία και μισή. Είχε βαρεθεί αφόρητα. Μετά βίας συγκρατούσε τα χασμουρητά της. Πώς τα καταφέρνουν και κουράζουν ακόμα και άτομα που ενδιαφέρονται θα παραμείνει μυστήριο ακόμα και για την ίδια που περνιόταν για τόσο έξυπνη.

Τελοσπάντων, αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι το κοσμοϊστορικό γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να διαταραχθεί η οργανωμένη καθημερινότητά της.

Μόλις τελείωσε η εκδήλωση έκανε να φύγει αμέσως. Μα κάποιοι γνωστοί την περιόρισαν, ως είθισται, και άρχισαν να την ρωτούν πώς της φάνηκε και λοιπά. Αναγκάστηκε να πει τα συνήθη ψέματα και να συγχαρεί τα συνήθη άτομα. Η πλήξη της ήταν αφόρητη. Μέχρι που, έτσι ξαφνικά, το βλέμμα της συναντήθηκε με το βλέμμα ενός νεαρού.

Ήταν γύρω στα τριάντα, μετρίου αναστήματος, με γένια πυκνά και ασυγύριστα μαλλιά. Φορούσε ένα λινό πουκάμισο και φαινόταν ότι δεν ίδρωνε εύκολα το αφτί του. Πολύ χαλαρός τύπος. Σαν κι αυτήν, αλλά καμιά εικοσαριά χρόνια πριν.

Τον αγνόησε. Αλλά της φάνηκε πως θα είχε κοκκινίσει. Συνέχισε τις ανούσιες συζητήσεις επί της εκδηλώσεως. Ήθελε να εξαφανιστεί από κει μέσα, την περίμενε η πόλη της. Μα δεν την άφηναν. «Ποτάκι;» της είπε μία γνωστή της,  δίνοντάς της ένα ποτήρι λευκό κρασί. Έκανε να αρνηθεί μα οι άλλοι δεν δέχονταν τις αντιρρήσεις της.


Εν τω μεταξύ, ο νεαρός την ξανακοίταξε. Εκείνη είχε αποφασίσει να τον αγνοήσει. Τι να ήθελε άραγε; αναρωτήθηκε, λες και δεν ήξερε τι θα μπορούσε να θέλει ένας άντρας που κοιτάζει μια γυναίκα με ένα συγκεκριμένο τρόπο.

Έπινε το κρασί της γρήγορα. Δε συμμετείχε στις συζητήσεις σχεδόν καθόλου. Όταν της ζητούσαν να εκφέρει άποψη απαντούσε μονολεκτικά και άτονα. Έψαχνε με το βλέμμα της πολύ διακριτικά τον νεαρό. Κατά βάθος της άρεσε η ίδεα του να έχει κάτι να την απασχολεί. Βαριόταν αφόρητα αφού.

Μα δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Πού να χάθηκε, σκέφτηκε, μα της πέρασε αρκετά γρήγορα η ανάγκη να τον βλέπει. Όταν τελείωσε το ποτήρι με το κρασί, βρήκε αμέσως μια πρόφαση και εγκατέλειψε το χώρο της εκδήλωσης.

Ελεύθερη από τον κλοιό των λογίων και καλλιτεχνών και φιλοτέχνων που την περιτριγύριζαν ξεχύθηκε στον δροσερό νυχτερινό αέρα. Ανέπνευσε την καθαρή ατμόσφαιρα—είχε βρέξει το απόγευμα—και βάδιζε γοργά λες και την κυνηγούσαν. Πότε πότε σταματούσε για να περιεργαστεί ένα μπαράκι γεμάτο  νεολαίους ή ένα αδέσποτο γατί που αψηφούσε τα πλήθη που περνούσαν πλάι του και έκανε τα δικά του χωρίς να νοιάζεται για το τί το περιβάλλει.



Έκανε να στρίψει για την πλατεία Φανερωμένης. Της άρεσε πολύ εκεί. Συνέχιζε να πάλλεται η καρδιά της πόλης σ’εκείνο το σημείο που μάζευε όλα τ’ ατίθασα νιάτα, σε αντίθεση με τις μάζες που γέμιζαν τους καφενέδες που πρώτα δεν καταδεχόντουσαν.

Και ξαφνικά, στην άκρη της πλατείας, κοντά στον περίβολο της εκκλησίας βρήκε τον νεαρό. Τον ίδιο νεαρό που είχε προσέξει στην εκδήλωση. Του χαμογέλασε αμιδρά για να δείξει πως τον αναγνώρισε. Προς μεγάλη της έκπληξη εκείνος την πλησίασε.
«Είστε πολύ όμορφη.» της είπε απλά και απέριττα, χωρίς να φαίνεται ότι περίμενε κάτι. Κι έπειτα, αφήνοντάς την αποσβολωμένη γύρισε και έφυγε.




Από τότε, σταμάτησε να λέει «στην ηλικία μου» και σταμάτησε να μη νοιάζεται για το τί φορούσε. Επίσης, σταμάτησε να αγνοεί κομπλιμέντα. Και σταμάτησε να αγνοεί ανθρώπους. Είχε αρχίσει να νοιώθει και πάλι νέα, ποθητή, όμορφη. Όπως θα έπρεπε να νοιώθει κάθε γυναίκα. 

MT.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου