«Τρία ψωμιά
χαλάει. Έρχεται στο συντριβάνι κάθε μέρα. Και Σάββατα και Κυριακές. Ταΐζει τα
περιστέρια. Τρία ψωμιά. Και τα παίρνει από χάμω αν του πέσουν μεγάλα κομμάτια
και δεν μπορούν να τα φάνε. Τα μοιράζει σε μικρότερα και τους τα ξαναρίχνει. Κι
ό,τι μείνει το δίνει στα σκυλιά. Πάει κάτω στο σταθμό του τρένου και τα ταΐζει.
Ένα μαύρο κι ένα άλλο ψωριάρικο καφέ. Αν του πεις δως μου ψωμί θα σου πει όχι,
μα για αυτά έχει. Εγώ εδώ πιο κάτω μένω κι έρχομαι συχνά να καθίσω στη σκιά, να
δω λίγη κίνηση και πάντα τον βλέπω. Έρχεται από νωρίς. Εννιά εννιάμιση τις
καθημερινές και κατά τις δέκα τις Κυριακές. Τρία ψωμιά χαλάει. Κάθε μέρα. Ε,
μιας και παίρνει μεγάλη σύνταξη». «Θ’ αγαπά πολύ τα ζώα. Έτσι είναι, κάποιοι
αγαπάν τα ζώα πιότερο απ’ τους ανθρώπους και τα φροντίζουν. Αν δεν έχει κι άλλες υποχρεώσεις... Εγώ τον είδα αρκετές
φορές, τον έχω δει να μαζεύει ψωμιά από χάμω κι είπα, κρίμα είναι αν τα μαζεύει
να τα πάει σπίτι του». «Θα παίρνει μεγάλη σύνταξη φαίνεται γιατί κάθε μέρα, εφτά
μέρες τη βδομάδα, τριάντα τον μήνα αγοράζει από τρία ψωμιά. Χαλάει τα ψωμιά». «Θα
δούλευε ίσως στα ορυχεία. Γι’αυτό η σύνταξή του είναι πιο ψηλή».
Έτσι κουβέντιαζαν
καθώς ο σκελετωμένος γεράκος γέμιζε την πλατεία περιστέρια. Τους έριχνε ψωμιά,
τα έπιαναν, αν ήταν μεγάλα έσκυβε, τα μάζευε, τα έκοβε σε μικρότερα κομμάτια
και τους τα ξανάριχνε. «Τις προάλλες τσακώθηκε με την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου,
να ‘δω, εκείνου που ψήνει μπιφτέκια και κεφτέδες κι άλλα κρέατα, αυτού με την
κίτρινη ομπρέλα». «Ναι ξέρω, με τη ξύλινη διακόσμηση». «Έριχνε ψωμιά απ΄έξω, απ’
έξω απ΄ το μαγαζί και της βρώμιζε το πεζοδρόμιο». «Ε, μα το ψωμί δεν είναι
σκουπίδι. Όλο και κάποιο ζώο, σκύλος ή γάτα ή κάποιο πουλί θα το μαζέψει από
χάμω και θα το φάει. Δεν βρωμίζει». «Ναι μα της μάζευε όλα τα ζώα έξω απ’ το
μαγαζί.» «Ε κι αυτά δεν βλάφτουν, τρώνε και φεύγουν».
Ο γέρος με το
καπελάκι ακόμα άδειαζε τη σακούλα του. Έριχνε ψωμιά, έσκυβε, τα μάζευε τα
μεγάλα κομμάτια, τα έκοβε σε μικρότερα και τα ξανάριχνε. Και δεν είχε ιδέα για
το τι γινόταν ή λεγόταν έξω από τον κύκλο του συντριβανιού κάτω απ΄ τους
ίσκιους των δέντρων στα μισοδιαλυμένα παγκάκια. «Είναι ο προστάτης των πουλιών.
Κάθε μέρα τα φροντίζει. Αν δεν έρθει κάποια μέρα νομίζει ότι θα’ ρθει η
συντέλεια του κόσμου». «Κάποιος πρέπει να φροντίζει και γι’ αυτά, έτσι δεν
είναι; Βρήκε κι ένα σκοπό. Τι να περιμένει κανείς απ’ τα γερατιά».
Ο άλλος
πείστηκε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, γνωστικά. Η συζήτηση θα τέλειωνε έτσι,
φιλοσοφικά. Έσκυψε όμως και είδε στη γη πως τον πλησίαζε ένα γκριζωπό περιστέρι
με πράσινες ανταύγειες κουνώντας την ουρά του μ’ εκείνον το χαρακτηριστικό
τρόπο που έχουν τα περιστέρια. Αμέσως άλλαξε γνώμη. «Ε, μα τρία ψωμιά χαλάει».