Θέρος
Η αύρα χαϊδεύει τα φύλλα κι αυτά
ανατριχιάζουν γουργουρίζοντας,
περνά πάνω από την άμμο
σηκώνει ένα μικρό μονοπάτι
από αόρατα ίχνη
ενός στροβιλιζόμενου διαβάτη
και αγκαλιάζει το κύμα
βουτώντας
αθόρυβα σχεδόν στο βαθυκύανο
στέρνο της ατρύγετης αλός.
Η γη με τους πλατιούς δρόμους,
η ευρυοδείη, στενάζει από το βάρος.
Μα κρυφογελά.
Περιμένει τη σκληρή πατούσα
για να νιώσει ξανά
τα παιδιά της.
Τα θέλει άλλωστε κοντά της.
Μόνον τότε τη θυμούνται.
Όταν βγάζουν τα σκληρά τους
πέταλα
Όταν ο ήλιος τα ξεντύνει
και τους δίνει φιλιά αχόρταγα
Όταν το άγριο νερό
βάζει τα καλά του
σμαραγδογάλανα, κάθεται φρόνιμο
και μόλις το χαϊδέψουν
ορμά
να τα αγκαλιάσει σφιχτά
μήπως και του φύγουν.
Το φως όλα τα ομορφαίνει.
Μεστώνει τους καρπούς,
ξεραίνει τα στάχυα
φτιάχνει παιχνίδια με αχτίνες και
χρώματα.
Χρυσό και ασημί
αντιφεγγίζει
πάνω μας.
Και γινόμαστε
αυτόματα
πιο ωραίοι.
Είμαστε στην ώρα μας.
Δε θα σας αφήσω.
Μη φοβάστε.
Έτσι σκέφτεται μειδιώντας
καθώς το κύμα χτυπά τη γη,
το πέλαγο τα βάζει με τη μητέρα
κι ο άνεμος
τρελός σαν είναι
φουσκώνει τα νερά,
λυγίζει τους λυγερούς κορμούς
των δέντρων
και δίνει στο παιδί
το πιο γλυκό, το πιο τρυφερό
χάδι
της ζωής τους.
Σαν αυτό δε θα’ χει άλλο
—του ψιθυρίζει στο αυτί
και λύνει μαλλιά και ρούχα
που κολλούν πεισματικά στο σώμα
φτιάχνοντας την ανάμνηση
μιας νίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου