The real red shoes

The real red shoes

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Freedom of speech and political correctness

We all have a preconception of freedom of speech. And we all support it as a concept which is part of democracy.
However, we very easily criticize people and are ready to limit their freedom with political correctness. We are free to say whatever we please unless we offend someone.  Everything sounds logical until we stop to think that people are offended or “triggered” by different things.

How far is political correctness a roundabout way to censor? For example, the notorious director Lars von Trier got banned from the Cannes Film Festival because he said that he understands the Nazis. We might disagree with what he said but is that a reason to ban him from an artistic event?




He handled the situation with the only way he saw fit: he made a film. The quite scandalous film of von Trier is about society, its norms and expectations. And of course he included a dialogue about freedom of speech and democracy.

“Each time a word becomes prohibited you remove a stone from the democratic foundation. Society demonstrates its impotency to face a concrete problem by removing words from the language”, his main character says.



This got me thinking about freedom of speech in general in relation to political correctness and social problems. Recently, in Cyprus we had an incident that reminded me of this dialogue. A boat full of illegal immigrants from Syria was rescued by the Cypriot authorities. While the press was covering the incident, the journalists were cautioned not to use certain terms to describe these people.

Nevertheless, no one should be offended if we call them Syrians or illegal immigrants or refugees because they are aptly described by all these words. I believe that we satisfy ourselves by ignoring real problems—in this case the fact that hundreds of people had to flee from their homes and jeopardize their safety and health—to deal with insignificant marginal issues, namely how we should call them.



Is Lars von Trier right, then? Is society cowardly, impotent and too stupid for democracy?

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Μια απρόσμενη περιπέτεια

Μετά από αρκετό καιρό απουσίας μοιράζομαι μαζί σας αυτή τη μικρή ιστορία. Ελπίζω να σας αρέσει!


«Τι σου είναι ο άνθρωπος,» σκεφτόταν κοιτάζοντας τον ολόλευκο θόλο που την σκέπαζε. Καθόταν στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια καρέκλα εδώ και πολλά χρόνια. Πάντα όποτε ερχόταν στην Βιβλιοθήκη της Φανερωμένης επέλεγε την ίδια θέση. Την είχαν μάθει εδώ και χρόνια και της κρατούσαν την θέση. Αν τύχαινε και καμιά μέρα δεν πήγαινε την ρωτούσαν την επομένη τι της είχε συμβεί.

Προσπαθούσε  να λύσει μεγάλα μυστήρια της ζωής διαβάζοντας σκονισμένους τόμους και κάνοντας χιλιάδες σημειώσεις. Έγραφε, έσβηνε. Πρώτα γέμιζε τετράδια, τώρα τα έχει όλα συγυρισμένα στον υπολογιστή της, σε αρχεία και υποφακέλους. Πολύ συγυρισμένα. 



Παντού υπήρχε μια τάξη. Στη ζωή της, στα αρχεία της, στις μελέτες της. Τίποτα δεν ήταν ικανό να διαταράξει αυτή την τάξη, αυτή την κανονικότητα που διείπε τη ζωή της. Τίποτα. Έτσι έλεγε στον εαυτό της. Μέχρι που μια μέρα έγινε κάτι εντελώς αναπάντεχο. Κάτι που της άλλαξε τελείως τη ζωή. Δεν το είχε συζητήσει με κανένα. Κι ούτε σκεφτόταν ποτέ της να το συζητήσει. Κάτι, ή μάλλον κάποιος είχε αποτολμήσει να διαταράξει την καθημερινότητά της. Γι’αυτό και τώρα άρχισε να βλέπει τις μελέτες της διαφορετικά.

Τι ήταν αυτό που μπόρεσε να της αναποδογυρίσει τις συνήθειες θα μου πείτε; Ε λοιπόν, ήταν κάτι τελέιως απρόσμενο και ανόητο. Στην ηλικία της...



Όλα άρχισαν μια δροσερή βραδιά του Ιούνη. Είχε πάει σε μια πολιτιστική εκδήλωση. Μόνη ως συνήθως. Δε χρειαζόταν παρέα. Έτσι κι αλλιώς οι φίλοι της είτε είχαν πολλές δουλειές είτε δεν ενδιαφέρονταν για τέτοιου είδους διασκεδάσεις.

Είχε φορέσει ό,τι βρήκε μπροστά της. Ήταν στο γυμναστήριο βλέπετε και ύστερα δεν προλάβαινε να ετοιμαστεί όπως θα ήθελε. Έτσι κι αλλιώς το  κοινό δε θα πολυνοιαζόταν για την αμφίεσή της. Κανένας δεν την παρατηρούσε και πολύ. Στην ηλικία της.
Είχε φορέσει λοιπόν, κάτι λουλουδάτο από πάνω και ένα κολάν με κάτι παπούτσια χαμηλά χοντροκομμένα. Δεν της πολυάρεσαν αλλά την βόλευαν αφάνταστα. Ίσως να πήγαινε μια βόλτα περπατητή στην παλιά πόλη ύστερα. Λάτρευε τη Λευκωσία τα καλοκαιριάτικα βράδια. Και τις καλύτερες ανακαλύψεις τις έκανε μόνη της.



Έτσι ετοιμάστηκε βιαστικά και πήγε στην εκδήλωση. Η οποία εκδήλωση ήταν μία βλακία και μισή. Είχε βαρεθεί αφόρητα. Μετά βίας συγκρατούσε τα χασμουρητά της. Πώς τα καταφέρνουν και κουράζουν ακόμα και άτομα που ενδιαφέρονται θα παραμείνει μυστήριο ακόμα και για την ίδια που περνιόταν για τόσο έξυπνη.

Τελοσπάντων, αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι το κοσμοϊστορικό γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να διαταραχθεί η οργανωμένη καθημερινότητά της.

Μόλις τελείωσε η εκδήλωση έκανε να φύγει αμέσως. Μα κάποιοι γνωστοί την περιόρισαν, ως είθισται, και άρχισαν να την ρωτούν πώς της φάνηκε και λοιπά. Αναγκάστηκε να πει τα συνήθη ψέματα και να συγχαρεί τα συνήθη άτομα. Η πλήξη της ήταν αφόρητη. Μέχρι που, έτσι ξαφνικά, το βλέμμα της συναντήθηκε με το βλέμμα ενός νεαρού.

Ήταν γύρω στα τριάντα, μετρίου αναστήματος, με γένια πυκνά και ασυγύριστα μαλλιά. Φορούσε ένα λινό πουκάμισο και φαινόταν ότι δεν ίδρωνε εύκολα το αφτί του. Πολύ χαλαρός τύπος. Σαν κι αυτήν, αλλά καμιά εικοσαριά χρόνια πριν.

Τον αγνόησε. Αλλά της φάνηκε πως θα είχε κοκκινίσει. Συνέχισε τις ανούσιες συζητήσεις επί της εκδηλώσεως. Ήθελε να εξαφανιστεί από κει μέσα, την περίμενε η πόλη της. Μα δεν την άφηναν. «Ποτάκι;» της είπε μία γνωστή της,  δίνοντάς της ένα ποτήρι λευκό κρασί. Έκανε να αρνηθεί μα οι άλλοι δεν δέχονταν τις αντιρρήσεις της.


Εν τω μεταξύ, ο νεαρός την ξανακοίταξε. Εκείνη είχε αποφασίσει να τον αγνοήσει. Τι να ήθελε άραγε; αναρωτήθηκε, λες και δεν ήξερε τι θα μπορούσε να θέλει ένας άντρας που κοιτάζει μια γυναίκα με ένα συγκεκριμένο τρόπο.

Έπινε το κρασί της γρήγορα. Δε συμμετείχε στις συζητήσεις σχεδόν καθόλου. Όταν της ζητούσαν να εκφέρει άποψη απαντούσε μονολεκτικά και άτονα. Έψαχνε με το βλέμμα της πολύ διακριτικά τον νεαρό. Κατά βάθος της άρεσε η ίδεα του να έχει κάτι να την απασχολεί. Βαριόταν αφόρητα αφού.

Μα δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Πού να χάθηκε, σκέφτηκε, μα της πέρασε αρκετά γρήγορα η ανάγκη να τον βλέπει. Όταν τελείωσε το ποτήρι με το κρασί, βρήκε αμέσως μια πρόφαση και εγκατέλειψε το χώρο της εκδήλωσης.

Ελεύθερη από τον κλοιό των λογίων και καλλιτεχνών και φιλοτέχνων που την περιτριγύριζαν ξεχύθηκε στον δροσερό νυχτερινό αέρα. Ανέπνευσε την καθαρή ατμόσφαιρα—είχε βρέξει το απόγευμα—και βάδιζε γοργά λες και την κυνηγούσαν. Πότε πότε σταματούσε για να περιεργαστεί ένα μπαράκι γεμάτο  νεολαίους ή ένα αδέσποτο γατί που αψηφούσε τα πλήθη που περνούσαν πλάι του και έκανε τα δικά του χωρίς να νοιάζεται για το τί το περιβάλλει.



Έκανε να στρίψει για την πλατεία Φανερωμένης. Της άρεσε πολύ εκεί. Συνέχιζε να πάλλεται η καρδιά της πόλης σ’εκείνο το σημείο που μάζευε όλα τ’ ατίθασα νιάτα, σε αντίθεση με τις μάζες που γέμιζαν τους καφενέδες που πρώτα δεν καταδεχόντουσαν.

Και ξαφνικά, στην άκρη της πλατείας, κοντά στον περίβολο της εκκλησίας βρήκε τον νεαρό. Τον ίδιο νεαρό που είχε προσέξει στην εκδήλωση. Του χαμογέλασε αμιδρά για να δείξει πως τον αναγνώρισε. Προς μεγάλη της έκπληξη εκείνος την πλησίασε.
«Είστε πολύ όμορφη.» της είπε απλά και απέριττα, χωρίς να φαίνεται ότι περίμενε κάτι. Κι έπειτα, αφήνοντάς την αποσβολωμένη γύρισε και έφυγε.




Από τότε, σταμάτησε να λέει «στην ηλικία μου» και σταμάτησε να μη νοιάζεται για το τί φορούσε. Επίσης, σταμάτησε να αγνοεί κομπλιμέντα. Και σταμάτησε να αγνοεί ανθρώπους. Είχε αρχίσει να νοιώθει και πάλι νέα, ποθητή, όμορφη. Όπως θα έπρεπε να νοιώθει κάθε γυναίκα. 

MT.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Poesía y deconstrucción

El poeta, desnudo,
Cuelga una percha en un árbol perdido
Y las palabras van
Al poema a vestirse.
Aurora Luque, “La Deconstrucción o el amor”, Camaradas de Ícaro

Según los teoréticos de la deconstrucción, el uso de las palabras las constituye contaminadas. Parece que tienen razón. Es que la vida con sus necesidades y problemas cotidianos contamina la lengua, la cambia.

Tree of Words by Helldren

Entonces, la poesía tiene que usar un material contaminado, usado para nimiedades cada día por todos los hablantes de una lengua. Y además, el poeta tiene que elevar esas palabras para crear algo sublime y mágico que pueda afectar los sentimientos e inspirar.

No obstante, los pintores, los músicos, los escultores usan materiales originales para producir arte. Por eso, se puede sugerir que su trabajo no es tan difícil como lo de los poetas.

Y como dice Aurora Luque, el poeta tiene que desnudarse para dar vestidos a las palabras.


Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας τη γραμμή του ορίζοντα V

Εν μέσω της θαλάσσης...
Μακριά στο βάθος 
ο  Τρίτων ανακατεύει τη μαύρη θάλασσα
αγριεύοντας τα αεικίνητα κύματα
τραβώντας τα αφρισμένα
χαλινάρια των αλόγων του.


Και η πλάση αναταράζεται
λυγίζουν οι κορμοί
θροΐζουν τα φύλλα
κροταλίζουν δυσοίωνα
τα σύρματα
ξεχαρβαλώνονται οι αντένες
αλυχτούν τα σκυλιά.

Ο άνεμος δέρνει τα πάντα
στο διάβα του
λες και θα πάρει έτσι
εκδίκηση τώρα.
Τραντάζει τις κλειστές πόρτες
ανοιγοκλείνει τα παραθυρόφυλλα

Κάθε του φύσημα κι ένας
νέος παντζουρλισμός, τρανταγμός
και χτύπημα.


Τα τρομερά Ακροκεραύνια

αναδύονται βροντώντας
τρομάζοντας την αργήτη Αργώ
μπουμπουνίζοντας, σβουρλίζοντας
δίνες.

Κι αυτή, πλοίο μικρό, αβοήθητη
σφαδάζει ενθυμούμενη
όλα τα ωραία της θάλασσας:
κοχύλια λεπτεπίλεπτα, ζωγραφιστά βότσαλα
ξανθή άμμος.

Αυτά Αργώ δεν υπάρχουν στη μέση
της ατρύγετης αλός. Το’ πε κι
ο Οβίδιος.
Σαν αυτόν θα χαθείς στην εξορία
εκεί που η μέρα αγωνιά να ξεψυχήσει
και θα’ χεις να διηγείσαι
για βάρβαρους κατοίκους
και παγερή γη.
Οι Τόμοι σου είναι διαφορετικοί,
πάντα θα ζητάς τη Ρώμη όμως
που δε σε θέλει και σε διώχνει
και σε πληγώνει και σε απαξιεί.

Δεν μας βρίσκεται
ούτε Μαικήνας ούτε Μεσσάλας.
Άλλαξε τ’ ονομά σου σε Adelphasium
κι ίσως κάποιον να βρεις.

Μα η Σουλπικία χρειάζεται
τον Μεσσάλα της
και τον Κύρινθό της.
Γιατί πρέπει να είναι
διαφορετικοί
αυτοί οι δύο;


Πιάστηκες λαμπρή Αργώ
στις Συμπλυγάδες
την ώρα που ήθελες να ξεστυλώσεις
τις Ηράκλειες στήλες
και να ξιλώσεις
αυτή την τραγωδία
της άδικης οικουμένης.

Μείνε εκεί και λούφαξε.
Πού ξέρεις, μπορεί να κάθονται
που και που πάνω σου
οι γλάροι και να σε ζεσταίνουν
ψιθυρίζοντάς σου ιστορίες

Μόνο εσύ τρελοκάραβο
θα βλέπεις την αλκυώνα
να γεννά τα αυγά της,
τις σειρήνες να συνθέτουν
τραγούδια, τις Νηρηίδες
να πλέκουν θαλασσοφίλητα
ευωδιαστά στεφάνια

για τους σπουδαίους μόνον.

Κι ίσως σε λυπηθούν
και σου δώσουν ένα τόσο δα

λουλουδάκι, μια νότα γλυκιά
που θ’ αντηχήσει
πάνω στο χρυσό μονοπάτι
του ήλιου την ώρα που γέρνει
και λούζεται μες την αρμύρα.
Παρηγορήσου με το ηλιόγερμα,
με την ελπίδα ή
με την υποψία ελπίδας.

Τουλάχιστον τόλμησες.

MT


Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Oresteia: Choephoroi- Eumenides

The ongoing 18th International Festival of Ancient Greek Drama has brought to Cyprus many noteworthy artists.

To me the most striking performance so far was the one of Choephoroi and Eumenides by La Fondazione Instituto Nazionale Del Dramma Antico-INDA from Italy.


The gruesome story of Orestes came to life in front of us in a strikingly perfect way.

The production was aware of new trends in criticism about the play and they were not afraid to show how they understood Aeschylus as modern people.

For most of us the story of Orestes is quite simple: a young man is ordered by a god to murder his mother to avenge his father’s murder. The story aims to show how the Areopagus council was formed and how it is supposed to be interlinked with the history of Athens.

Indeed, Athena in Eumenides founds the court of Areopagus which became responsible for serious cases of homicide.


However, matricide is not any case of homicide.



That is what the Furies say. That is what we all think.

At the core of the story lies a much deeper narrative. The Oresteia is all about the replacement of the older matrilineal system of property by a new patriarchal system of ownership of goods and women.

Apollo and Athena, the representatives of the Olympians, side with the father claiming that the mother is unimportant. 

Apollo clearly states that the mother is merely a vessel for the father’s seed, an opinion expressed by Pythagoras.

Aeschylus merges the scientific knowledge of his time with the old myth of Athena being born from her father’s head to explain female subordination.


According to scholarly research,[1] the first inhabitants of Europe had different gender dynamics from modern societies but were not matriarchal. They were peaceful people who worshiped the mother- fertility and opted for creating life instead of destroying it without any gender imposing itself upon the other.

The Indo-Europeans, the new settlers, brought with them male gods, male superiority and a warlike aggressive political life.

As it usually happens, the Oresteia is the story told by the victors.

The Furies, the representatives of this older pantheon, are described as monsters with serpentine hair: crazy, destructive women.

The snake as the symbol of the feminine traces its origins back to the worship of the mother as a symbol of knowledge and divination.

That is why there was a snake at Delphi, Python. Apollo conquered Delphi when he slew Python.

This conflict between the sexes and different religious and societal systems lies at the heart of the trilogy.
The deeper meaning of the text was beautifully addressed by the performance.

I really enjoyed the ending. In Aeschylus’s text the Furies are persuaded by Athena to become benevolent, Eumenides. Some scholars suggest that Athena bribes them with honours to prevent the destruction their wrath would bring upon Athens.

It could be assumed that Athena indeed bribes them. And their last victorious speech could be ironic. They had lost because they were disrespected and offended on many occasions.

So, the reading of INDA coincides with this assumption. The Furies are still offended, they are not persuaded.

I loved how they did not wear the red robes the Athenians offered them and how they leapt forward towards the audience. It was also very striking when the central image of the mother and fertility collapsed as they ignored the call of Athena.




INDA interpreted Aeschylus in a sensitive and careful way and managed to emphasize the basic conflict of the play in a clear and profound way.




It is our turn now to think how we will recreate our world and undo the evil of this disturbing gender dynamics. 

Eisler, the writer of the Chalice and the Blade believes that the world before male domination was a utopia, the world of the chalice of life. She even suggests that we could regress to that world and keep our technology and centuries of advancement. 

What do you think?



[1] Merlin Stone, When God Was a Woman (New York: Harvest) 1976; Riane Eisler, The Chalice and the Blade (San Francisco: Harper Collins) 1988.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Heraclitus on life and change



Heraclitus (c.536-470 BC) was an ancient Greek philosopher from Ephesus. He is one of the most important pre-Socratic philosophers who tried to understand our world and the beginnings of the Being.


For Heraclitus, life started with fire. This seemingly simplistic phrase could definitely raise some eyebrows-- at least of the people who don’t know what the ancient Greek philosophers did for humanity.

But fire is the best element to denote the beginnings of the world because it is an element of constant motion. It signifies fluidity, change, the eternal force that unites the opposites.

Heraclitus believed that opposites were fundamentally part of a whole. Reality for him was an eternal flow and change, a mutual collision of everything. Opposites for Heraclitus are the governing principle of all things. The philosopher from Ephesus was the first to question binaries and he affected extensively the work of modern philosophers such as Hegel and Nietzsche.


So, fire indicates constant motion, fluidity. It is no coincidence that he also said that the only constant thing in life is change. What Heraclitus didn’t give us, in all his wisdom, was a solution to the problems change causes.

It is a violent force of the universe that changes everything, even us. That is why in an extract he names war as the father of all things: collisions of opposite forces that are deep down the same shape the world.


How are we to deal with this constant motion? How do we accept change? At least that’s what a friend once asked me when I quoted Heraclitus saying that you cannot step in the same river twice.


There is no simple answer to this. The only thing I could think of is to make peace with the fact that the world is built that way. Change is constant and we have to learn how to adapt. Otherwise, we will be broken. Or even worse fossilized.


Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ο δειλός Σπαρτιάτης


Έτσι πάντα θα με θυμούνται, ως τον μοναδικό Σπαρτιάτη που δείλιασε, τον μοναδικό που πληγώθηκε στην πλάτη. Εγώ από μικρός είχα άλλες ανησυχίες. Μάλιστα, θυμάμαι, μια φορά ρώτησα τη μάνα μου τι χρησιμότητα έχει ο πόλεμος. Βέβαια, εκείνη τα χρειάστηκε. Δεν ήξερε τι να μ’ απαντήσει βλέπετε. Το είπε στον πατέρα που πάντα είχε απαντήσεις για όλα και με κανόνισε.

Στην εφηβεία ήταν χειρότερα. Πάντα στην πάλη μόνη μου έγνοια ήταν μη χτυπήσω κανέναν. Κι όλοι οι μεγάλοι με κατσάδιαζαν. «Δε θα πάθει και τίποτα αν φάει και καμιά μπουνιά,» μου ‘λεγαν δυσανασχετώντας. Τους ήταν αδύνατον να πιστέψουν πόσο μ’επηρέαζε ο πόνος τ’ αλλουνού.



Κάποιες φορές ονειρευόμουν πως ο Ασκληπιός μου’χε δώσει το χάρισμα της θεραπείας και δήθεν μπορούσα να γιατρέψω όλα τα κακά του κόσμου- εχτός από το θάνατο φυσικά.  Όπως όλοι ξέρουν, ένα τέτοιο δώροδε θα’χε καλή κατάληξη: θα προκαλούσε το φθόνο των θεών, θ’άδειαζε τον κάτω κόσμο και θα μ’ έβρισκε κάποια ανείπωτη καταστροφή για να επανέλθει η ισορροπία του κόσμου.

        
Τελοσπάντων, παρόλο που δεν είχα αυτό το χάρισμα, ανέκαθεν με θεωρούσαν ιδιόμορφο. Είτε γιατί υπερασπιζόμουν ένα σπουργίτι με σπασμένο φτερό που το’χαν κάνει παιχνίδι, είτε γιατί μόρφαζα κάθε φορά που κάποιος μου ορμούσε, ήμουν μια περιθωριακή προσωπικότητα, μια παραφωνία. «Έλα, μην κλείνεις τα μάτια!» φώναζε έξω φρενών ο παιδονόμος.


Η φοβερότερη όμως δοκιμασία για μένα ήταν η Κρυπτεία, ο πόλεμος εναντίον των Ειλώτων. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει όταν με επέλεξαν να συμμετάσχω. Δεν καταλάβαινα γιατί με επέλεξαν. Ούτε όμως καταλάβαινα το σκοπό αυτού του θεσμού.

Γιατί να τους σκοτώσουμε; Τι μας είχαν κάνει τελοσπάντων οι Είλωτες; Δεν τολμούσα να ζητήσω να μου ξεκαθαρίσουν κάποιες πτυχές του θέματος που μου δημιουργούσαν απορίες. Όλο γενικότητες μας έλεγαν και περίμεναν να τις πιστέψουμε. Οι διαταγές ήταν πάνω απ’όλα.


Είχα πάψει να ρωτώ γιατί. Κάθε φορά που ρωτούσα γιατί μ’ έβρισκε σκληρή τιμωρία. Δε θα μπορούσα ούτε να κρυφτώ. Έπρεπε να σκοτώσω έναν Είλωτα και μάλιστα ένα γενναίο Είλωτα και τέρμα. Έτσι με είχαν διατάξει.

Μα εγώ δεν ήθελα να βλάψω κανένα. Κι ο αντίπαλος πάντα νοιώθει το δισταγμό. Μου το είχαν διδάξει αυτό εξαρχής. Αν διστάσεις χάνεις το παιχνίδι. Μα, δε μ’ένοιαζε και τόσο το παιχνίδι. Απέφευγα όσους μπορούσα, χτυπούσα χωρίς να σκοτώνω, πλήγωνα ελαφρά όσους δεν μπορούσα να ξεφορτωθώ.


Μα να, κάποιος βρέθηκε και με μαχαίρωσε στην πλάτη. Κανείς δεν τον είχε δει. Μπορεί και  να’ταν και δικός μας. Πάντοτε είχα την υποψία ότι σε κάποια φάση θα ‘βρισκαν τρόπο να με ξεφορτωθούν. Εξάλλου τι θα’καναν μ’ ένα δειλό Σπαρτιάτη;

Έμεινα ξαπλωμένος χάμω κοιτώντας το γαλήνιο γαλάζιο τ’ ουρανού. Ωραία ήταν. Ώστε έτσ’ ειν’ο θάνατος; Μου κοβόταν η ανάσα. Με κοίταζαν με περιφρόνηση μουρμουρίζοντας. Μα δε μ’ ένοιαζε. Το μόνο που μ’ενδιέφερε τώρα ήταν η ηρεμία του στερεώματος. Η κίνηση των συννέφων. Η φορά της αύρας. Οι αχτίδες του τέλους. Φωτάκια, μυριάδες φωτάκια και μετά έρεβος.   

MT