The real red shoes

The real red shoes

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Διασημότητα

Καθόταν μόνος στη γωνία του σκοτεινού μπαρ. Στα ηχεία βροντούσε μια θλιβερή ροκ μπαλάντα. Εκείνος κοιτούσε το ουίσκυ του αφηρημένα, καθώς λαμπύριζε χρυσαφένιο με κάθε κίνηση του ποτηριού. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά, γένια και μαύρα σκοτεινά μάτια. Φορούσε μαύρο δερμάτινο σακάκι και σκισμένο μπλου τζην. Το ιδανικό ροκ συμβόλο, θα προσέθετε κάποιος ειρωνικά. Θλιμένο, μελαχρινό με μια αναιπέσθητη αίσθηση μελαγχολίας σαν τις ιστορίες του Πόε ή τα τραγούδια του ελληνόφωνου ροκ.

Εκείνος όμως δεν έβλεπε τον ευατό του έτσι. Ήταν έξω απ’τα καλούπια και έξω από τα στερεότυπα. Ήταν επαναστάτης. Και δυστυχώς, με αιτία. Αναστέναξε καθώς σήκωσε το ποτήρι του αργά και ήπιε μια γουλιά απ’το δηλητήριο του. Δεν περίμενε ότι όλα του τα όνειρα θα γκρεμίζονταν έτσι. Είχε υψηλούς στόχους, μεγάλα πλάνα για τον εαυτό του. Θα έφευγε απ’αυτή την τρύπα, θα έβρισκε το δρόμο του, θα γινόταν διάσημος. Πάντα ήταν ο καλύτερος ντράμερ της γενιάς του. Όλοι τον θαύμαζαν. Όλοι τον πρόσεχαν. Όλες τον κοίταζαν και προσπαθούσαν να κλέψουν έστω και για μια στιγμή ένα του βλέμμα, ένα του σχόλιο.

Θα έφευγε... Μα δεν το έκανε. Δεν κατάλαβε ποτέ του γιατί. Εκείνη η ευκαιρία που έψαχνε δεν του δόθηκε ποτέ. Είχαν το συγκροτημά τους, πήγαν και στην Ευρώπη και έπαιξαν. Άρεσαν στον κόσμο. Αλλά μέχρι εκεί. Και τώρα ήρθε και η κρίση. Μια βαριά πέτρα που καταπλάκωσε το στήθος κάθε Κυπρίου. Ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι δε βλέπουν σωτηρία. Θα δυσκολευτούμε, θα χάσουμε την ψεύτικη ευμάρειά μας. Αλλά εκείνος ποτέ του δε θέλησε Μερσεντές ή σπίτι μεγάλο. Όχι. Δεν ήταν γι’αυτόν. Ούτε ευϋπόληπτη εργασία. Το μόνο που έψαχνε και ψάχνει είναι ο ορίζοντας. Ανοιχτός, άγνωστος, ξένος, τρομακτικός. Η αδρεναλίνη του ταξιδιού, η γνώση που σου προσφέρει, η επαφή με τους ανθρώπους.

Πάνω στη σκηνή, ήταν αυτός, η μουσική του και ψυχές ενωμένες, παλλόμενες στους ρυθμούς που εκείνος έδινε. Ένιωθε ότι έκανε κάτι ξεχωριστό, έδινε σε σκέψεις και συναισθήματα υπόσταση μέσω του ήχου. Ο ήχος αυτός όμως δεν ήταν συνηθισμένος, δεν ήταν μελωδικός ή γλυκός ή προσωπικός όπως είναι η ανθρώπινη φωνή. Ήταν ο ήχος του ρυθμού της υπαρξής μας, πρωτόγονος, ενστικτώδης. Έδινε το ρυθμό όπως στις τριήρεις των αρχαίων το τύμπανο έδινε το ρυθμό της κωπηλασίας. Τη μια το καράβι της ύπαρξης πήγαινε αργά, αρμονικά, χάιδευε το νερό την άλλη όμως έμπαινε σε ρυθμούς μάχης. Όταν έδινε το ρυθμό της μάχης, τα χέρια του σαν να ελέγχονταν από μιαν άλλη δύναμη, αλλόκοτη κι έξω απ΄ τον κόσμο αυτό, έμπαιναν σ’ένα χορό αντίστασης.

Του έλειπε αυτό. Η ανάγκη να δώσει το ρυθμό της ζωής, να δει τον αντίκτυπο των έργων του στους άλλους. Αντ’αυτού όμως, λάμβανε την καχυποψία και την ειρωνεία τους. Δεν καταλάβαιναν τη σημασία της δουλειάς του, της τέχνης. Νόμιζαν ότι ήταν τεμπέλης και εκμεταλλευόταν την κρίση για να μη δουλεύει. Νόμιζαν ότι είχε ανάγκη την έγκρισή τους. Νόμιζαν ότι ήθελε να τον αποδεκτούν.

Ανθρωπάκια... σκεφτόταν καθώς άφηνε το ποτήρι του κάτω κι έψαχνε τον καπνό του για να τυλίξει τσιγάρο. Ακόμα και εκείνη δεν τον καταλάβαινε, δεν μπορούσε να δει γιατί επέλεξε να κάνει αυτή τη θυσία. Εκείνη, τον άφησε, είπε πως είναι ευθυνόφοβος και ανώριμος, πως δε γίνεται να απορρίπτει δουλειές επειδή δεν του αρέσουν. Δεν είναι καιροί για να’σαι επιλεκτικός του ‘λεγαν όλοι.

Τι κι αν είμαι, σκέφτηκε καθώς φυσούσε τον καπνό επιδεικτικά προς τα πάνω. Δεν μπορώ να περιορίζομαι. Ξέρω τι μπορώ να κάνω. Αν μου δοθεί η ευκαιρία, αν κάποιος είναι αρκετά διορατικός ώστε να δει τι μπορώ να κάνω... Επένδυσα πολλά στην τέχνη για να την αφήσω τώρα. Πάρα πολλά.
Κοίταξε έξω απ’το παράθυρο το κακοφωτισμένο στενοσόκκακο και θυμήθηκε το άρθρο που διάβασε πρωτύτερα στην εφημερίδα. Ένας νομπελίστας οικονομολόγος πρότεινε να εισάγουν το ευρώ του νότου. Ο ίδιος νομπελίστας που έλεγε ότι η ανεργία αυξάνεται επειδή οι εργοδότες και οι άνεργοι δε συμβιβάζονται και ψάχνουν πάντα για κάτι καλύτερο.


Χα, κάγχασε, λάθος θα κάνει και για τα δύο. Το νότιο ευρώ θα δημιουργήσει τέτοιο χάος και θα αυξήσει σε τέτοιο βαθμό το χάσμα στην Ευρώπη που σίγουρα θα σκοτωθούμε μεταξύ μας. Άρα και η άλλη οικονομική θεωρία κάτι λάθος θα’χει. Ναι, σίγουρα έχει λάθος. 

Το λάθος είναι, κατέληξε, ότι δε λαμβάνει υπόψην της την ανθρώπινη ευτυχία, τη φύση της ανθρώπινης ψυχής. Όμως εκείνος ήξερε κάθε ρυθμό της και μπορούσε τόσο εύκολα να την καταλάβει, να την καθοδηγήσει, να της δώσει ρυθμό. 

Τι ειρωνεία... εκείνου κανείς δε θα του ‘δινε νόμπελ.



Μ.Τ

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

After the war…


Sometimes I catch myself dreaming like the two lovers of Luis de Bernières’ Captain Corelli’s Mandolin. For those unfamiliar with the story, the plot takes place during the Second World War in Cephallonia, a beautiful Greek island. An Italian officer and musician, Antonio Corelli falls in love with the local doctor’s daughter Pelagia. Pelagia loves him back and they have a beautiful relationship despite the mayhem of the war.

As the two lovers managed to occasionally escape their everyday chaos in a remote hut, they sang Italian arias of the 17th and 18th century and made plans. “After the war, when we are married” they would start dreaming (p.330). All their dreams and expectations were, naturally, situated in an ideal future with no war. Well, that’s how I catch myself thinking. Of course my situation is much different. I don’t live in a wonderfully beautiful Greek island, I don’t live in the forties, I don’t have real Nazi soldiers outside my door, there’s no occupation, no food rations, and unfortunately no singing of “Alma del core” or “Danza danza fanciulla”.

However, I find myself in an occupation mentality. People are frightened and petty as if there is a real war. They all fear for their possessions and they worry about basic needs such as food. And I project everything in the future like the two characters. Nevertheless, instead of saying “after the war” like Pelagia and Antonio, I say to myself “after the crisis”. That is what everyone else says anyways.

After the crisis we’ll be probably able to employ you. After the crisis you might have a chance to get your writing published. After the crisis you’ll be able to travel. After the crisis you’ll meet the world. After the crisis you’ll create your own independent life.
I look at my tattered copy of Captain Corelli’s Mandolin and I think how horrible life must have been during the war. Hunger, fear for one’s life, destitution. No decency. Unfortunately, I am at the side of the world that has no decency. No pride.  No humanity. We are in war conditions. The only difference is that they will not shoot us in order to break us. I know that it’s much better than having to fight for your life with guns. But I also fear that we might have to fight with guns. And if we do, we’ll be in trouble. If we don’t, we’ll be also in trouble. The situation is so bad I cannot see a viable solution for the future, a future after the crisis, after the war. Violence is unacceptable but how are we to defend ourselves? How are we to defend humanity?

When I say humanity, I don’t mean every human being on this earth. I mean the value of humanity. Compassion, pity, respect, kindness. You know, all these qualities that make this world worth to live in. Capitalism started a war upon workers and their rights, a war upon common people who are merely trying to live in peace. The ones who created this situation are probably comfortably waiting for the right opportunity to start gaining money at our expense again. And I fear that we are going to let them do it again. Therefore, we will fail to protect ourselves and the future generations from the next recession: because there will be another problematic period in the future, it is bound to be, that is how capitalism works. Only if we get rid of this system we’ll be able to be at peace. Of course, there’ll be other problems I guess.

Looking inside me, I realize however, that at least I can dream now. Before, when all this mess started, I couldn’t. I thought that my choices limited me, that my family’s condition limited me, and that my country limited me. Now I still believe that all these factors limit me but with the difference that I now have hope. I hope that this war will be over and like Antonio and Pelagia I find hope in dreams. And in the magic of music. And poetry. And much more. And I rest assured, that even though a lot was taken from me, my head remains intact able to triumph by traveling far, setting goals and struggling to make dreams come true.

So after the war, I will be happy. During the war I’ll try to make the best of it. For me and for everyone around me.
Until then I will follow the example of the brave Italian captain and the equally brave Cephallonian girl of de Bernières.




The edition I refer to is: Luis de Bernières, Captain Corelli’s Mandolin (London: Vintage), 1999.


Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Θα΄ρθει καιρός

Θα ‘ρθει καιρός
που θ’αλλάξουν τα πράγματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη;
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις.
Εσύ είσαι η ελπίδα.
Άκου, θα ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ’ έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα ‘μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές:
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας.
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα’ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία.

Κατερίνα Γώγου
 
Θα’ρθει καιρός Μαρία, μας παρηγορεί η Γώγου. Μια ποιήτρια που ποτέ της δεν υπέκυψε στο κατεστημένο, που ήταν πραγματικά ελεύθερη. Τόσο ελεύθερη ώστε να μη θέλει να ονομάζεται ποιήτρια. Σ’ένα της ποίημα άλλωστε ξεκινά με τη φράση «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής"». 


Ο Σαραντάκος λέει ότι «Η Κατερίνα Γώγου έκανε ποίηση σε μια εποχή που οι άλλοι "ποιητές" έκαναν δημόσιες σχέσεις». Ήταν η ίδια η ποίηση.


Κι έτσι, όπως οι αληθινοί ποιητές, ανέλαβε στους ώμους της το βάρος ολάκερης της ανθρωπότητας. Ανέλαβε να παρηγορήσει, να προσφέρει παραμυθία. Είναι όντως δύσκολοι οι καιροί. Όντως μας βλέπουν σαν άλογα στα δόντια και δεν μας αφήνουν ν’ονειρευόμαστε.
Αυτό το ποίημα βρέθηκε στο δρόμο μου τυχαία, όπως και κάθε ποιήμα πλέον μας φαίνεται τυχαίο. Όμως κατάφερε και μου μίλησε με μια καθαρή φωνή «Θα την αλλάξουμε τη ζωή, παρ’όλα αυτά Μαρία» μου είπε. Και αποφάσισα να εμπιστευτώ την Κατερίνα. Αυτή θα λέει την αλήθεια. Δεν έχει ούτε ατζέντες ούτε πολιτική. Είναι άνθρωπος κι όχι ποιήτρια. Εδώ μιλά απ’την καρδιά της, βλέποντας έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι θα μιλούν καθαρά με νότες και θα’ναι άνθρωποι.


Κι εγώ βλέπω ότι αυτό μας λείπει. Δεν είμαστε άνθρωποι. Γι’αυτό γονατίσαμε.
 

The real red shoes...



"The real red shoes, the feet punished for dancing. You could dance, or you could have the love of a good man. But you were afraid to dance, because you had this unnatural fear that if you danced they'd cut your feet off so you wouldn't be able to dance. Finally, you overcame your fear and danced, and they cut your feet off. The good man went away too, because you wanted to dance."

Margaret Atwood, Lady Oracle

This quote from Margaret Atwood says a lot about writing or living fearlessly as a free woman. So for this blog I had to put my red shoes on and start dancing, the real red shoes because someone made me to. 

I came across this quote while reading The Madwoman in the attic, criticism on women's writing in the Victorian times. Unfortunately, we are still hiding in our attics in the 21st century. This is my way of abandoning mine.