The real red shoes

The real red shoes
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γυρνώντας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γυρνώντας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας τη γραμμή του ορίζοντα V

Εν μέσω της θαλάσσης...
Μακριά στο βάθος 
ο  Τρίτων ανακατεύει τη μαύρη θάλασσα
αγριεύοντας τα αεικίνητα κύματα
τραβώντας τα αφρισμένα
χαλινάρια των αλόγων του.


Και η πλάση αναταράζεται
λυγίζουν οι κορμοί
θροΐζουν τα φύλλα
κροταλίζουν δυσοίωνα
τα σύρματα
ξεχαρβαλώνονται οι αντένες
αλυχτούν τα σκυλιά.

Ο άνεμος δέρνει τα πάντα
στο διάβα του
λες και θα πάρει έτσι
εκδίκηση τώρα.
Τραντάζει τις κλειστές πόρτες
ανοιγοκλείνει τα παραθυρόφυλλα

Κάθε του φύσημα κι ένας
νέος παντζουρλισμός, τρανταγμός
και χτύπημα.


Τα τρομερά Ακροκεραύνια

αναδύονται βροντώντας
τρομάζοντας την αργήτη Αργώ
μπουμπουνίζοντας, σβουρλίζοντας
δίνες.

Κι αυτή, πλοίο μικρό, αβοήθητη
σφαδάζει ενθυμούμενη
όλα τα ωραία της θάλασσας:
κοχύλια λεπτεπίλεπτα, ζωγραφιστά βότσαλα
ξανθή άμμος.

Αυτά Αργώ δεν υπάρχουν στη μέση
της ατρύγετης αλός. Το’ πε κι
ο Οβίδιος.
Σαν αυτόν θα χαθείς στην εξορία
εκεί που η μέρα αγωνιά να ξεψυχήσει
και θα’ χεις να διηγείσαι
για βάρβαρους κατοίκους
και παγερή γη.
Οι Τόμοι σου είναι διαφορετικοί,
πάντα θα ζητάς τη Ρώμη όμως
που δε σε θέλει και σε διώχνει
και σε πληγώνει και σε απαξιεί.

Δεν μας βρίσκεται
ούτε Μαικήνας ούτε Μεσσάλας.
Άλλαξε τ’ ονομά σου σε Adelphasium
κι ίσως κάποιον να βρεις.

Μα η Σουλπικία χρειάζεται
τον Μεσσάλα της
και τον Κύρινθό της.
Γιατί πρέπει να είναι
διαφορετικοί
αυτοί οι δύο;


Πιάστηκες λαμπρή Αργώ
στις Συμπλυγάδες
την ώρα που ήθελες να ξεστυλώσεις
τις Ηράκλειες στήλες
και να ξιλώσεις
αυτή την τραγωδία
της άδικης οικουμένης.

Μείνε εκεί και λούφαξε.
Πού ξέρεις, μπορεί να κάθονται
που και που πάνω σου
οι γλάροι και να σε ζεσταίνουν
ψιθυρίζοντάς σου ιστορίες

Μόνο εσύ τρελοκάραβο
θα βλέπεις την αλκυώνα
να γεννά τα αυγά της,
τις σειρήνες να συνθέτουν
τραγούδια, τις Νηρηίδες
να πλέκουν θαλασσοφίλητα
ευωδιαστά στεφάνια

για τους σπουδαίους μόνον.

Κι ίσως σε λυπηθούν
και σου δώσουν ένα τόσο δα

λουλουδάκι, μια νότα γλυκιά
που θ’ αντηχήσει
πάνω στο χρυσό μονοπάτι
του ήλιου την ώρα που γέρνει
και λούζεται μες την αρμύρα.
Παρηγορήσου με το ηλιόγερμα,
με την ελπίδα ή
με την υποψία ελπίδας.

Τουλάχιστον τόλμησες.

MT


Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας τη γραμμή του ορίζοντα ΙV


Θέρος
Η αύρα χαϊδεύει τα φύλλα κι αυτά
ανατριχιάζουν γουργουρίζοντας,
περνά πάνω από την άμμο
σηκώνει ένα μικρό μονοπάτι
από αόρατα ίχνη
ενός στροβιλιζόμενου διαβάτη
και αγκαλιάζει το κύμα
βουτώντας
αθόρυβα σχεδόν στο βαθυκύανο
στέρνο της ατρύγετης αλός.

Η γη με τους πλατιούς δρόμους,
η ευρυοδείη, στενάζει από το βάρος.
Μα κρυφογελά.
Περιμένει τη σκληρή πατούσα
για να νιώσει ξανά
τα παιδιά της.
Τα θέλει άλλωστε κοντά της.

Μόνον τότε τη θυμούνται.
Όταν βγάζουν τα σκληρά τους
πέταλα
Όταν ο ήλιος τα ξεντύνει
και τους δίνει φιλιά αχόρταγα
Όταν το άγριο νερό
βάζει τα καλά του
σμαραγδογάλανα, κάθεται φρόνιμο
και μόλις το χαϊδέψουν
ορμά
να τα αγκαλιάσει σφιχτά
μήπως και του φύγουν.

Το φως όλα τα ομορφαίνει.
Μεστώνει τους καρπούς,
ξεραίνει τα στάχυα
φτιάχνει παιχνίδια με αχτίνες και
χρώματα.
   Χρυσό και ασημί
    αντιφεγγίζει πάνω μας.
    Και γινόμαστε αυτόματα
    πιο ωραίοι.
    Είμαστε στην ώρα μας.

Δε θα σας αφήσω.
    Μη φοβάστε.
Έτσι σκέφτεται μειδιώντας
καθώς το κύμα χτυπά τη γη,
το πέλαγο τα βάζει με τη μητέρα
κι ο άνεμος
τρελός σαν είναι
φουσκώνει τα νερά,
λυγίζει τους λυγερούς κορμούς
των δέντρων
και δίνει στο παιδί
το πιο γλυκό, το πιο τρυφερό
χάδι
της ζωής τους.

Σαν αυτό δε θα’ χει άλλο
—του ψιθυρίζει στο αυτί
και λύνει μαλλιά και ρούχα
που κολλούν πεισματικά στο σώμα
φτιάχνοντας την ανάμνηση
μιας νίκης.










Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας τη γραμμή του ορίζοντα ΙΙΙ

Eπιστροφή

Χώνω τα πόδια μου βαθιά
μες το αφράτο χώμα
ένα πλούσιο καφέ
κουρνιάζει στη ψυχή μου
με γαργαλάει
με χαϊδεύει
με δροσίζει.

Πόσο θα ήθελα να βάλω τα πόδια μου
μέσα στο χώμα.
Να το νιώσω ανάμεσα
στα δάχτυλά μου.

Να τρέξει σα νερό
μέσα απ’ τα χέρια μου
Να μου πει
μείνε
Να μου πει
νιώσε
Να μου πει
υπομονή.

Θέλω να βάλω
και χέρια και πόδια
μέσα στο χώμα.
Να το πιάσω
και να μου φύγει.

Τότε θα νιώσω
τότε, τότε
ε τότε δεν ξέρω τι θα γίνει
μα θα νιώσω
κάτι τελοσπάντων... επιθυμητό.
Πλήρωση. Εκπλήρωση.
Επιτυχία.

Τουλάχιστον αυτό
είναι στο χέρι μου.
Ή έτσι νομίζω.
Δεν είναι δύσκολα τα
πράγματα από τη φύση τους.
Είναι στο χέρι μου και
τελείωσε.

Μ.Τ



Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας τη γραμμή του ορίζοντα ΙΙ

Βορράς


Και έξω από το κατάμεστο κτήριο
στριφογυριστό          φιδογυριστό
το μονοπάτι
πλάι στις τεράστιες πέτρες.

Άσπρες γκρίζες και καφέ
σπάει το ψυχρό κύμα
απάνω τους
και τις γυαλίζει.

Φυσά τρελός αέρας
σε βαρά στα μούτρα
μα σ’ αρέσει.
Θες να βγάλεις τα
παπούτσια
να βουτήξεις στο νερό
τόσο όμορφο, τόσο καθαρό
σαν τ’ άσπιλα φτερά των
κύκνων.
   Μα πληγώνει.

Τόσο ψυχρό. Τόσο προκλητικά
καθαρό.
Τόσο όμορφο.
Και λαλίστατο.

Ποιός είπε πως ο βορράς
είναι άσχημος;
Είναι απλώς διαφορετικός.

Συνηθίζεται.
Σαν τα παγερά γαλάζια
μάτια
και τα άχρωμα πρόσπωπα
και το υπόκωφο
γέλιο.

Τον ήλιο δεν τον βρίσκεις μονο
σπίτι.
    Τον κουβαλείς μες τη ψυχή
σου.
Πάντα είναι μαζί σου.
Για να σου γελά.

Τυλίξου τώρα το ζεστό
σου σάλι πιο σφιχτά
και προχώρα.
Δικαιούσαι να ρίχνεις
κλεφτά βλέμματα στο στροβιλιζόμενο
αφρό, στο άπληστο νερό
μα μη διανοηθείς
να βγάλεις τα παπούτσια.
Θα πουντιάσεις.



Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας τη γραμμή του ορίζοντα Ι

Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας ένα από τα ποιήματά μου. 

Ανήκει στην πρώτη μου ποιητική συλλογή "Ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας τη γραμμή του ορίζοντα".

Από αυτό το ποίημα πήρε και τον τίτλο της η συλλογή αν και αυτό παραμένει άτιτλο. 



Γιατί να μην μπορώ να καλπάσω
στο ηλιοβασίλεμα, να οδηγώ σ’ έναν
απέραντο, ολόισιο αυτοκινητόδρομο
με τον άνεμο να με
βαρά στα μούτρα, με τα μαλλιά
μου να ανεμίζουν
με ένα ατέλειωτο, υπέροχο, μαγικό
τοπίο να με αγκαλιάζει
δεξιά και αριστερά μου
έρημο αλλά ήμερο
με άτομα αγαπημένα στο πλάι μου.

Γιατί να μην μπορώ να απολαύσω
ένα σωτήριο ζεστό ρόφημα
πάνω σε γκρίζους γεμάτους μούσκλια
βράχους
με φόντο έναν ήλιο που βουτά
πίσω απ’ τα βουνά
ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας
τη γραμμή του ορίζοντα
με έναν ατέλειωτο ορίζοντα
με άτομα αγαπημένα στο πλάι μου.

Η ζωή είναι ένας δρόμος.
Έτσι λεν.
«Είναι επικίνδυνο πράμα
ακόμα και το να βγεις έξω από την πόρτα σου».

Το λοιπόν, ξέρω που πάει ο δρόμος
ξέρω πότε ξεκίνησε
ξέρω πώς θέλω να είναι.

Το μόνο που δεν ξέρω, αλοίμονο,
είναι το πώς να τον κάνω όπως θέλω.
Πώς; Αλήθεια πώς;
Πού να βρω τη στιγμή,
αυτή τη σινεματική στιγμή
που είναι σα διαφήμιση
του νέσκαφε
για να βουτήξω, να χαθώ μέσα της...
να τη ρουφήξω και να μείνει εδώ.
εδώ και εδώ. Τώρα.
Για πάντα.
Για μια στιγμή.
Όσο κρατά μια διαφήμιση
Ή τουλάχιστον ένα παράπονο.
 Έτσι η ζωή. Έτσι η αγάπη