The real red shoes

The real red shoes

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Aναρχία



«Οποιοσδήποτε δε χαίρεται με το θάνατο των φασίστων δεν ειν’ στ’ αλήθεια αναρχικός», δήλωσε κοφτά η νεανική φωνή πίσ’ απ’ τα κάγκελα. Ο ρεπόρτερ κοίταξε μ’ απορία το κορίτσι. Δε θα του πέρναγε απ’το μυαλό ότι αυτό το γλυκό καστανόξανθο κεφαλάκι θα κατέβαζε ποτέ έτσι ιδέες. Αν την έβλεπε στο δρόμο μπορεί και να του άρεσε, έτσι με τα μεγάλα καστανά της μάτια που είχαν μια φλόγα αμφισβήτησης. Κι αυτός έτσι ήταν, δέκα χρόνια πριν, όταν ήταν στην ηλικία της.

«Θέλω να ζω ελεύθερη.  Δεν θέλω να γίνω μητέρα, δεν θέλω να γίνω σύζυγος. Όχι, όχι, όχι!  Θέλω να διασχίσω τα μονοπάτια του κόσμου, συλλέγοντας τους ανθούς του έρωτα, της χαράς και της ελευθερίας.  Θα τσακίσω τα φύλλα από τις φλαμουριές, θα συλλέξω μίσχους από υδραγεία, κλαδιά γλυσίνας και ανθούς πικροδάφνης, για να ετοιμάσω το αρωματισμένο κρεβάτι του έρωτα μου. Και θα γίνω η ερωμένη των αλητών και των κλεφτών. Και θα γίνω το ιδανικό των ποιητών.  Επειδή δεν θέλω να δώσω τίποτα στην πατρίδα, στο είδος και στην ανθρωπότητα.»[1]


Την κοίταξε με βλέμα κενό. Οι άνθρωποι δεν αξίζουν το δικαίωμα στη ζωή... ώστε. Έκαναν πολλά κακά και πρέπει να τιμωρηθούν γι’αυτό με την ανυπαρξία, λέει. Αυτή η συνέντευξη τον δοκίμαζε. Τον έκανε να ντρέπεται γιατί κατά βάθος η μικρή κάτι είχε διαισθανθεί που ο ίδιος δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Και δεν ήξερε και τι να κάνει.


Όταν επιτέλους τελείωσε έκανε να της νεύσει μα σταμάτησε. Εκείνη δεν τον πρόσεχε πια. Σίγουρα ο νους της ήταν πάλι σε ποιήματα του Μπρεχτ ή φιλοσοφήματα του Νίτσε. Αναστέναξε και μάζεψε τα πράγματά του.

Αργότερα, στο αποπνικτικό newsroom κοίταζε άνευρα την οθόνη που λαμπύριζε μπροστά του. Είχε φορέσει τ’ ακουστικά του και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. Μα η μουσική δεν τον βοηθούσε και ιδιαίτερα. Οι συνάδελφοί του έκαναν διάλειμμα για ν΄ακούσουν τις ειδήσεις απ’ το ραδιόφωνο και μετά χάθηκαν άλλοι στην κουζινούλα κι άλλοι στην άβυσσο ειδήσεων που υψωνόταν μπροστά τους. Πληκτρολογούσαν γοργά και πού και πού σταματούσαν για να επιβλέψουν το έργο τους αναστενάζοντας. Τεντώνονταν και χασμουριούνταν αλλά πάλι αρχινούσαν την μονότονη μουσική του πληκτρολογίου τους.




«Επικοινωνούμε μέσα από πληκτρολόγια, ερωτευόμαστε μέσα από οθόνες, επιθυμούμε μέσα από βιτρίνες. Το πιο αστείο είναι ότι ο άνθρωπος κάποτε θεωρούσε ότι με την τεχνολογική επανάσταση θα απελευθερωθεί, αλλά στην πραγματικότητα η τεχνολογική επανάσταση φόρεσε καινούρια βελούδινα δεσμά. Τεχνολογικά δεσμά. (...) Εγώ θεωρώ ότι η τεχνολογία δεν είναι ένα μέσον. Η τεχνολογία για μένα είναι μια αντίληψη. Και συγκεκριμένα μια ανθρωποκεντρική αντίληψη της ζωής που τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο του σύμπαντος, δίνοντάς του το δικαίωμα να εξουσιάζει τη φύση και τα ζώα προς οφελός του»[2], έτσι του είχε πει.


Λες να’χει δίκιο; Αντίληψη ε; Μα κούνησε το κεφάλι για να αποδιώξει αμέσως τέτοιες σκέψεις. Η μικρή τα’ χε μπερδέψει. Η τεχνολογία είναι μέσον. Και έχει βελτιώσει τη ζωή σε αρκετούς τομείς. Παλιά, ας πούμε, η είδηση αργούσε πολύ να φτάσει... περίμεναν τον μοτοσικλετιστή να φέρει τον Reuters. Ενώ τώρα, όλα εδώ, χωρίς μπελαλίδικες μοτοσικλέτες  και αναμονές. Με ένα πάτημα του κουμπιού.

Βέβαια ο καθένας τώρα έγινε δημοσιογράφος. Οι «ειδησεογραφικές» ιστοσελίδες φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, σκέφτηκε. Και ό,τι βλακεία τους κατέβει τη δημοσιεύουν. Και εμείς, να λέμε και του στραβού το δίκιο, δημοσιεύουμε κάποτε πράγματα άκριτα— όχι σαν αυτούς βέβαια— μα η είδηση τρέχει τόσο γρήγορα εξαιτίας των  μέσων κοινωνικής δικτύωσης που πρέπει είτε να έχεις ορδές δημοσιογράφων για να την επαληθεύουν είτε απλώς να ρισκάρεις και κάποτε.

Τώρα, η τεχνολογία επηρέασε, ναι, τη ζωή μας αλλά είν’ άλλο πράμα η προβληματική σχέση μας μαζί της. Χαμογέλασε με την ιδέα της αναρχίας. Να δεις που θα’ μαι αντεξουσιαστής και δεν το κατάλαβα, αυτοσαρκάστηκε και άρχισε να δακτυλογραφεί σκυμμένος πάνω από το λιγδιασμένο του πληκτρολόγιο. Έγυρε πίσω στην αναπαυτική του περιστρεφόμενη καρέκλα απότομα με ένα παράξενο χαμόγελο.


Κατά μίαν έννοια, συμφωνούμε, θα’ πρεπε να της είχε πει. Η εφημερίδα μου στηρίζει τον πολίτη, τον μετανάστη, τον αδικημένο, τα δικαιώματα των ζώων. Είμαστε καλή εφημερίδα, δίνουμε φωνή, καθησύχασε τον εαυτό του. Κι η ιεραρχία είναι τυπικότητα εδώ, συνεργαζόμαστε, έχουμε φιλική σχέση. Κανείς δε σου ζαλίζει τον έρωτα με εντυπώσεις και καθωσπρεπισμούς˙ δε γράφουμε για ν’ αρέσουμε στους πολιτικούς. Βρίζουμε και τους χαζούς πολιτικούς κιόλα, είπε στον εαυτό του λες κι αυτό ήταν η κορωνίς της αντιστάσεως.

Τι θ’απαντούσε σ’αυτό η μικρή; Στα κρυφά, μέσα, όταν είστε μόνοι σας στο μουντό δωμάτιο απ’ όπου γεννιούνται οι ειδήσεις, θα του’ λεγε. Ή μήπως θα’ βαζε την κουκούλα της και θα του γυρνούσε την πλάτη; Θα τον κορόιδευε;

Μάλλον θα’λεγε ότι οι μάζες φοβούνται να κολυμπήσουν στα βαθιά. «Ο όχλος είναι πολύ δειλός και σιχαίνεται να μπαίνει στο νερό», είχε πει ο Νίτσε μιλώντας για την ανάγκη διαφάνειας. 

Ναι, Νίτσε πάλι. Ο φόβος θα’ταν αυτό που θα διάβαζε στα μάτια του. Ο φόβος του δαιμόνιου ρεπόρτερ να διαταράξει το σύστημα.

ΜΤ 



[1] To παραπάνω κείμενο γράφτηκε από τον Renzo Novatore και παρουσιάστηκε στην Αρκόλα της Ιταλίας, το 1921. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από τα φυλακισμένα μέλης της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς και η επιμέλεια από το blog http://theparabellum.squat.gr/tag/renzo-novatore/


[2] Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Χρήστου Τσάκαλου, φυλακισμένου μέλους των Πηρύνων της Φωτιάς στην εκπομπή «Ο Αντίλογος της Καρμανιόλας». Την μεταγραφή της συνέντευξης έκανε ο ιστότοπος https://www.facebook.com/photo.php?fbid=583192285084299&set=a.401670789903117.88371.401668226570040&type=1&stream_ref=10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου