The real red shoes

The real red shoes

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Οδηγώντας

Οδηγούσε στον περιφεριακό αυτοκινητόδρομο. Ήταν κάπως αφηρημένη. Θα βρέξει σκεφτόταν, βλέποντας τα πυκνά σύννεφα στον ορίζοντα μπροστά της. Ήθελε  να φτάσει σπίτι πριν πιάσει η βροχή. Φοβόταν να οδηγεί όταν έβρεχε. Φοβόταν να είναι έξω απ’ το σπίτι όταν έβρεχε. Μα τι να κάνει αφού είχε ξεμείνει, μέχρι τόσο αργά. Η νύχτα ήταν πυκνή και ο δρόμος σκοτεινός. Γύρω της μόνο χωράφια γεμάτα σπαρτά ή αγριόχορτα. Η μόνη σήμανση του δρόμου ήταν τα φωσφοριζέ ασημένια σημάδια που ήταν καρφωμένα πάνω στην άσπρη γραμμή που δήλωνε το όριο. Μέχρι εκεί μπορούσε να πάει.


Η άσφαλτος ήταν νωτισμένη. Θα έβρεξε και πριν και δεν θα το πήρα είδηση, σκέφτηκε καθώς άναβε τα μακρινά φώτα του αυτοκινήτου. Προτιμούσε να βλέπει όσο πιο μακρυά γινόταν. Δε θα έτρεχε, όχι, η ταχύτητα ποτέ δεν της άρεσε. Αλλά ένοιωθε πιο ασφαλής όταν τα φώτα της έφταναν μέχρι εκεί που μπορούσε να δει. Είναι βέβαια λογικό: πάντα φοβάσαι το άγνωστο, το σκοτεινό, αυτό που δεν  μπορείς να μάθεις.

Το ράδιο της κρατούσε συντροφιά. Ήταν καλό που το είχε κι αυτό. Σε συνδυασμό με τα δυνατά φώτα του αυτοκινήτου αλάφραινε τις σκέψεις της. Έπαιζε το Hotel California. Ωραίο τραγούδι σκέφτηκε αν και υποτονικό κάποτε. Παλιά, σαν το άκουγε δεν πολυκαταλάβαινε και τι έλεγε. Νόμιζε ότι μιλούσε για ένα στοιχειωμένο σπίτι με φαντάσματα. Αφού έλεγε σε κάποια φάση “spirit”. Μετά έμαθε πως ήταν το αλκόολ. Και ακόμα πιο μετά έμαθε ότι το τραγούδι είναι για την εξάρτηση απ’τα ναρκωτικά. Όχι και τόσο εύστοχος ο τίτλος σκέφτηκε. Κι άλλα πολλά τραγούδια που δε θα το λέγε κανείς ότι είναι για τις εξαρτήσεις, καταλήγουν να μιλούν για αυτές. Όπως το «Λιωμένο Παγωτό» και το «Ο βασιλιάς της σκόνης».




Μια αστραπή φώτισε το βάθος. Μωβ και καφέ ο ουρανός. Φοβερό το θέαμα. Μα δεν μπορούσε να το απολαύσει. Φοβόταν μην αρχίσει να βρέχει. Δεν μπορούσε και να τρέξει. Φοβόταν και την ταχύτητα. Αχ Θεέ μου μη βρέξεις πριν φτάσω στο σπίτι, παρακαλούσε καθώς από τη μια προσπαθούσε να εφαρμόσει το «Μυστικό» και να κάνει μόνο θετικές σκέψεις. Θα φτάσω σπίτι καλά και θα φορέσω τις πιτζάμες μου, παρηγορούσε τον εαυτό της όπως της είχε μάθει η New age philosophy που τόσο ευλαβικά ακολουθούσε. Όταν δεν είχε της μαύρες της.

Κι άλλη αστραπή έφτιαξε ένα φωτεινό φόντο για το αυτοκίνητο που ερχόταν από απέναντι. Τα φώτα του λειτουργούσαν σα προβολείς ελπίδας. Δεν είμαι μόνη μου σ’ αυτόν τον έρημο δρόμο σκέφτηκε. Έχει κι άλλους που έμειναν εδώ έξω τόσο αργά, μια τέτοια νύχτα, είπε στον εαυτό της.

Το τραγούδι άλλαξε. Δεν τολμούσε να δει το ρολόι μα μετρούσε το χρόνο με τραγούδια. Σε ένα τραγούδι θα φτάσω σπίτι. Άλλη ροκιά, το Knocking on heavens door. Αυτή μάλιστα. Αν και μπαλάντα είχε μια διαχρονική αξία. Μια αμφισβήτιση του πατριωτικού ιδεώδους. Μια αντίσταση. Της άρεσε. Τη σιγομουρμούριζε. Και έτσι θυμήθηκε τραγούδια του παραδείσου που αναρωτιούνται για το Θεό. Το One of us κατακρίβειαν της είχε κολλήσει τώρα. Πιασάρικο αν και παλιό.



Αλήθεια, θα μπορούσε ο Θεός να ζει σαν εμάς... Όχι, μάλλον θα νευρίαζε και μάλλον θα μετάνιωνε που μας έπλασε αν ζούσε την καθημερινότητά μας. Εκείνη πάντως σίγουρα θα μετάνιωνε αν ήταν υπεύθυνη για την ανθρωπότητα.

Τώρα, αν έβρισκε εκείνη το θεό θα τον ρωτούσε σίγουρα «Γιατί;». Θα του έλεγε «γιατί» και θα περίμενε απάντηση. Δε θα του έδινε διευκρινίσεις. Θα έπρεπε Εκείνος να απαντήσει σε όλα τα «γιατί» μαζί. Αφού είναι παντογνώστης και παντοδύναμος, σίγουρα θα τα έβρισκε.




Το πιο πικρό «γιατί» μάλλον είν’ εκείνο που δεν έχει απάντηση. Γιατί ο καθένας έχει τη δική του σχεδία και ταξιδεύει μονάχος; Γιατί ενώ έξω ο καιρός μαίνεται και τρομάζει τους πάντες ο καθένας μένει στο δικό του αυτοκίνητο, με τη λαμπερή του πανοπλία από προβολείς και αναρωτιέται για πράγματα που δεν μπορεί να ξέρει αντί να έχει τον άλλο πλάι του; Θα ‘ξέρε άραγε να της απαντήσει ο Θεός ή θα χαμογελούσε και θα έφευγε;

Ειν’ ώρες τώρα που βρήκε να σκέφτεται ότι το όλο κόνσεπτ του Θεού είναι λάθος. Κάπου είχε διαβάσει πάντως ότι δεν Τον καταλαβαίνουμε. Ο Θεός δεν είναι τέλειος έγραφε το βιβλίο αλλά ο Θεός είναι αγάπη.

Ναι, αγάπη, αυτό είν' όλο. Γι' αυτό και δεν καταλαβαίνουμε. Γι'αυτό κι έχουμε γίνει η Πολυξένη του Εγγονόπουλου. Ή μάλλον Πολύ- ξένοι.

MT





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου