The real red shoes

The real red shoes

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ο δειλός Σπαρτιάτης


Έτσι πάντα θα με θυμούνται, ως τον μοναδικό Σπαρτιάτη που δείλιασε, τον μοναδικό που πληγώθηκε στην πλάτη. Εγώ από μικρός είχα άλλες ανησυχίες. Μάλιστα, θυμάμαι, μια φορά ρώτησα τη μάνα μου τι χρησιμότητα έχει ο πόλεμος. Βέβαια, εκείνη τα χρειάστηκε. Δεν ήξερε τι να μ’ απαντήσει βλέπετε. Το είπε στον πατέρα που πάντα είχε απαντήσεις για όλα και με κανόνισε.

Στην εφηβεία ήταν χειρότερα. Πάντα στην πάλη μόνη μου έγνοια ήταν μη χτυπήσω κανέναν. Κι όλοι οι μεγάλοι με κατσάδιαζαν. «Δε θα πάθει και τίποτα αν φάει και καμιά μπουνιά,» μου ‘λεγαν δυσανασχετώντας. Τους ήταν αδύνατον να πιστέψουν πόσο μ’επηρέαζε ο πόνος τ’ αλλουνού.



Κάποιες φορές ονειρευόμουν πως ο Ασκληπιός μου’χε δώσει το χάρισμα της θεραπείας και δήθεν μπορούσα να γιατρέψω όλα τα κακά του κόσμου- εχτός από το θάνατο φυσικά.  Όπως όλοι ξέρουν, ένα τέτοιο δώροδε θα’χε καλή κατάληξη: θα προκαλούσε το φθόνο των θεών, θ’άδειαζε τον κάτω κόσμο και θα μ’ έβρισκε κάποια ανείπωτη καταστροφή για να επανέλθει η ισορροπία του κόσμου.

        
Τελοσπάντων, παρόλο που δεν είχα αυτό το χάρισμα, ανέκαθεν με θεωρούσαν ιδιόμορφο. Είτε γιατί υπερασπιζόμουν ένα σπουργίτι με σπασμένο φτερό που το’χαν κάνει παιχνίδι, είτε γιατί μόρφαζα κάθε φορά που κάποιος μου ορμούσε, ήμουν μια περιθωριακή προσωπικότητα, μια παραφωνία. «Έλα, μην κλείνεις τα μάτια!» φώναζε έξω φρενών ο παιδονόμος.


Η φοβερότερη όμως δοκιμασία για μένα ήταν η Κρυπτεία, ο πόλεμος εναντίον των Ειλώτων. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει όταν με επέλεξαν να συμμετάσχω. Δεν καταλάβαινα γιατί με επέλεξαν. Ούτε όμως καταλάβαινα το σκοπό αυτού του θεσμού.

Γιατί να τους σκοτώσουμε; Τι μας είχαν κάνει τελοσπάντων οι Είλωτες; Δεν τολμούσα να ζητήσω να μου ξεκαθαρίσουν κάποιες πτυχές του θέματος που μου δημιουργούσαν απορίες. Όλο γενικότητες μας έλεγαν και περίμεναν να τις πιστέψουμε. Οι διαταγές ήταν πάνω απ’όλα.


Είχα πάψει να ρωτώ γιατί. Κάθε φορά που ρωτούσα γιατί μ’ έβρισκε σκληρή τιμωρία. Δε θα μπορούσα ούτε να κρυφτώ. Έπρεπε να σκοτώσω έναν Είλωτα και μάλιστα ένα γενναίο Είλωτα και τέρμα. Έτσι με είχαν διατάξει.

Μα εγώ δεν ήθελα να βλάψω κανένα. Κι ο αντίπαλος πάντα νοιώθει το δισταγμό. Μου το είχαν διδάξει αυτό εξαρχής. Αν διστάσεις χάνεις το παιχνίδι. Μα, δε μ’ένοιαζε και τόσο το παιχνίδι. Απέφευγα όσους μπορούσα, χτυπούσα χωρίς να σκοτώνω, πλήγωνα ελαφρά όσους δεν μπορούσα να ξεφορτωθώ.


Μα να, κάποιος βρέθηκε και με μαχαίρωσε στην πλάτη. Κανείς δεν τον είχε δει. Μπορεί και  να’ταν και δικός μας. Πάντοτε είχα την υποψία ότι σε κάποια φάση θα ‘βρισκαν τρόπο να με ξεφορτωθούν. Εξάλλου τι θα’καναν μ’ ένα δειλό Σπαρτιάτη;

Έμεινα ξαπλωμένος χάμω κοιτώντας το γαλήνιο γαλάζιο τ’ ουρανού. Ωραία ήταν. Ώστε έτσ’ ειν’ο θάνατος; Μου κοβόταν η ανάσα. Με κοίταζαν με περιφρόνηση μουρμουρίζοντας. Μα δε μ’ ένοιαζε. Το μόνο που μ’ενδιέφερε τώρα ήταν η ηρεμία του στερεώματος. Η κίνηση των συννέφων. Η φορά της αύρας. Οι αχτίδες του τέλους. Φωτάκια, μυριάδες φωτάκια και μετά έρεβος.   

MT

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Ser y estar

Me encanta el español porque cuando digo “estoy triste” parece algo temporal y no es como “soy triste” que diga en otros idiomas.



El español es una lengua de esperanza: estoy cansada, estoy decepcionada, estoy desempleada pero no estaré así en el futuro.

Lo mismo pasa y cuando nos referimos a la sociedad. La sociedad está en crisis, como la economía está en crisis y los valores están en crisis.

Además, hay gente que está enfadada o soltera o rabiosa. Y espero que en el futuro no haya tanta gente.


Lingüísticamente todo esto es algo temporal porque “está” y no “es”.

Y por eso el verbo “estar” indica que todos estos problemas van a pasar.


No obstante, si estás muerto sigues siendo muerto para siempre. Esa es la única irregularidad que podríamos encontrar en el uso de “estar” y en las esperanzas que nos da.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας τη γραμμή του ορίζοντα ΙV


Θέρος
Η αύρα χαϊδεύει τα φύλλα κι αυτά
ανατριχιάζουν γουργουρίζοντας,
περνά πάνω από την άμμο
σηκώνει ένα μικρό μονοπάτι
από αόρατα ίχνη
ενός στροβιλιζόμενου διαβάτη
και αγκαλιάζει το κύμα
βουτώντας
αθόρυβα σχεδόν στο βαθυκύανο
στέρνο της ατρύγετης αλός.

Η γη με τους πλατιούς δρόμους,
η ευρυοδείη, στενάζει από το βάρος.
Μα κρυφογελά.
Περιμένει τη σκληρή πατούσα
για να νιώσει ξανά
τα παιδιά της.
Τα θέλει άλλωστε κοντά της.

Μόνον τότε τη θυμούνται.
Όταν βγάζουν τα σκληρά τους
πέταλα
Όταν ο ήλιος τα ξεντύνει
και τους δίνει φιλιά αχόρταγα
Όταν το άγριο νερό
βάζει τα καλά του
σμαραγδογάλανα, κάθεται φρόνιμο
και μόλις το χαϊδέψουν
ορμά
να τα αγκαλιάσει σφιχτά
μήπως και του φύγουν.

Το φως όλα τα ομορφαίνει.
Μεστώνει τους καρπούς,
ξεραίνει τα στάχυα
φτιάχνει παιχνίδια με αχτίνες και
χρώματα.
   Χρυσό και ασημί
    αντιφεγγίζει πάνω μας.
    Και γινόμαστε αυτόματα
    πιο ωραίοι.
    Είμαστε στην ώρα μας.

Δε θα σας αφήσω.
    Μη φοβάστε.
Έτσι σκέφτεται μειδιώντας
καθώς το κύμα χτυπά τη γη,
το πέλαγο τα βάζει με τη μητέρα
κι ο άνεμος
τρελός σαν είναι
φουσκώνει τα νερά,
λυγίζει τους λυγερούς κορμούς
των δέντρων
και δίνει στο παιδί
το πιο γλυκό, το πιο τρυφερό
χάδι
της ζωής τους.

Σαν αυτό δε θα’ χει άλλο
—του ψιθυρίζει στο αυτί
και λύνει μαλλιά και ρούχα
που κολλούν πεισματικά στο σώμα
φτιάχνοντας την ανάμνηση
μιας νίκης.










Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

RIP Maya Angelou

Many words were written for Maya Angelou, to honour her after her death. 

I'd rather share some of her own words.

As she said "My mission in life is not merely to survive, but to thrive; and to do so with some passion, some compassion, some humor, and some style."



I hope we all manage to thrive in our lives with passion, compassion, humor and style like she did.

I think that the poem "Caged Bird" can be a paradigmatic example of her belief that even though we cannot control what happens to us  we can still choose not to be reduced by negative situations. 

 

Caged Bird

By Maya Angelou 1928–2014

A free bird leaps
on the back of the wind   
and floats downstream   
till the current ends
and dips his wing
in the orange sun rays
and dares to claim the sky.

But a bird that stalks
down his narrow cage
can seldom see through
his bars of rage
his wings are clipped and   
his feet are tied
so he opens his throat to sing.

The caged bird sings   
with a fearful trill   
of things unknown   
but longed for still   
and his tune is heard   
on the distant hill   
for the caged bird   
sings of freedom.

The free bird thinks of another breeze
and the trade winds soft through the sighing trees
and the fat worms waiting on a dawn bright lawn
and he names the sky his own

But a caged bird stands on the grave of dreams   
his shadow shouts on a nightmare scream   
his wings are clipped and his feet are tied   
so he opens his throat to sing.

The caged bird sings   
with a fearful trill   
of things unknown   
but longed for still   
and his tune is heard   
on the distant hill   
for the caged bird   
sings of freedom.

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Ψάχνοντας, γυρνώντας, χαλώντας τη γραμμή του ορίζοντα ΙΙΙ

Eπιστροφή

Χώνω τα πόδια μου βαθιά
μες το αφράτο χώμα
ένα πλούσιο καφέ
κουρνιάζει στη ψυχή μου
με γαργαλάει
με χαϊδεύει
με δροσίζει.

Πόσο θα ήθελα να βάλω τα πόδια μου
μέσα στο χώμα.
Να το νιώσω ανάμεσα
στα δάχτυλά μου.

Να τρέξει σα νερό
μέσα απ’ τα χέρια μου
Να μου πει
μείνε
Να μου πει
νιώσε
Να μου πει
υπομονή.

Θέλω να βάλω
και χέρια και πόδια
μέσα στο χώμα.
Να το πιάσω
και να μου φύγει.

Τότε θα νιώσω
τότε, τότε
ε τότε δεν ξέρω τι θα γίνει
μα θα νιώσω
κάτι τελοσπάντων... επιθυμητό.
Πλήρωση. Εκπλήρωση.
Επιτυχία.

Τουλάχιστον αυτό
είναι στο χέρι μου.
Ή έτσι νομίζω.
Δεν είναι δύσκολα τα
πράγματα από τη φύση τους.
Είναι στο χέρι μου και
τελείωσε.

Μ.Τ



Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Cien años de soledad: Ironía

Cien años de soledad es una obra que se incluye en el género del realismo  mágico. Por eso, la “realidad” de esta obra presenta eventos mágicos y sobrenaturales como si fueran normales y aceptables. Por consiguiente, García Márquez crea una situación cómica e irónica, donde los personajes tienen que vivir en un mundo raro sin darse cuenta de que ese mundo es sobrenatural.


El fragmento que trata de la enfermedad del insomnio de los habitantes de Macondo, un pueblo en la selva colombiana está lleno de ironía. El primer ejemplo de ironía es la manera en la que se describe el insomnio. Los indígenas creían que el insomnio se podía contagiar y que hacía a las personas perder su identidad “hasta hundirse en una especie de idiotez sin pasado”.

Es interesante que García Márquez eligiera estas palabras para describir una enfermedad de la vida moderna que está molestando a la mayoría de la población urbana y neurótica. Este mundo raro del realismo mágico es en realidad una crítica a las opciones vivenciales de los seres humanos modernos.


Además, la manera en la que se describe cómo la familia Buendía cayó enferma es muy irónica. Los Buendía no podían recordar si habían dormido y se dieron cuenta de su situación tres días después.

García Márquez es muy irónico cuando describe el estado de la familia Buendía: “En ese estado de alucinada lucidez no sólo veían las imágenes de sus propios sueños, sino que los unos veían las imágenes soñadas por los otros”.

La selección de palabras, la antítesis y figura etimológica de “alucinada lucidez” y la paradoja de soñar despierto y además ver los sueños de los otros, crean una situación cómica.

Otro aspecto cómico es que todos creen que el insomnio es contagioso. Todo el pueblo se contagió por comer animalitos de caramelo fabricados en casa de los Buendía. La manera en la que García Márquez escribe la descripción de los chupetes y la repetición de la frase “del insomnio” crea un tono dramático falso que es también cómico e irónico.


Además, los habitantes, para proteger otros pueblos de la enfermedad, obligaron a los forasteros a hacer sonar sus campanitas para que los enfermos supieran que estaban sanos. El pueblo no permitía a los enfermos comer o beber nada porque la enfermedad, según ellos, se transmitía por la boca. Estas medidas raras e hiperbólicas se describen de una manera lógica como si fueran normales, creyendo así una circunstancia cómica.
 

  
Gabriel García Márquez a través de la ironía está explorando varios temas de la modernidad y la situación humana: la enfermedad, la neurosis, la actuación de la sociedad, la presión social y otra

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ένας εχθρός του λαού του Ερρίκου Ίψεν

Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παράσταση του ΘΟΚ «Ένας εχθρός του λαού» και τολμώ να πω ότι την βρήκα εξαιρετική! Και την προτείνω ανεπιφύλακτα.

Η θεατρική ομάδα του ΘΟΚ δίνει μια δική της εκδοχή του έργου του Ίψεν, μια ερμηνεία—με όλη την έννοια της λέξης—επί σκηνής τόσο του έργου όσο και των νοημάτων του σε σχέση με εμάς. Κατάφεραν και έφεραν τη Νορβηγία του 19ου αιώνα στην Κύπρο του 21ου χωρίς να κουράσουν ή να προκαλέσουν άσκοπα.

Όσες φορές οι ηθοποιοί διέκοψαν τη σύμβαση του δράματος για να σχολιάσουν κτλ., μπορώ να πω ότι ούτε ενόχλησαν ούτε προκάλεσαν όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιου είδους παραστάσεις—τουλάχιστον εγώ ενοχλούμαι ιδιαιτέρως όταν μου διασπούν τη σύμβαση και μου υπενθυμίζουν ότι αυτό που βλέπω είναι ψεύτικο χωρίς λόγο.



Είχαν πάντοτε λόγο για να διακόψουν: διέκοψαν για να κρίνουν, να σχολιάσουν, ν’ αυτοσχεδιάσουν και έτσι να φέρουν αυτό το έργο κοντά μας.

Και τα κατάφεραν. Σχολίασαν, έδειξαν πώς οι δειλοί προσπάθησαν να φιμώσουν ένα ελεύθερο άνθρωπο, πώς ο τύπος μπορεί να χειραγωγηθεί, πώς για τα συμφέροντα εκμεταλλεύονται τον μέσο άνθρωπο οι ισχυροί αδιαφορώντας για το κοινό καλό, πώς αφαιρούν το λόγο απ’ όποιον δεν τους συμφέρει.

Θεωρώ εξαιρετικό τον τρόπο που ο Ίψεν αναγκάζει τον γιατρό Στόκμαν, τον πρωταγωνιστή του έργου, να αναθεωρήσει την ιδεαλιστική του άποψη για τη συμπαγή μετριοπαθή πλειοψηφία. Όντως, οι πολλοί δεν έχουν δίκαιο πάντα, αντιθέτως μετατρέπονται εύκολα σε όχλο. Διότι όπως είπε και ο Λέβ Τολστόι το λάθος δεν παύει να είναι λάθος ακόμα κι αν το υποστηρίζει η πλειοψηφία.



Κράτησα ένα πολύ ωραίο παράπονο απ΄την παράσταση: ότι είν’ άδικο να έχουν μετατρέψει ένα τόπο που αγαπάς σ’ ένα τόπο που δε σ’ αρέσει, ότι ειν’ άδικο να πνίγουν τη δημιουργικότητα και ν’ απομυζούν τη φαιά ουσία αξιόλογων ανθρώπων π’ αποφάσισαν να μην φύγουν και ν’ αγωνιστούν εδώ.

Νομίζω ότι μ’ αυτή την παράσταση ο ΘΟΚ έδωσε βήμα σε κάποιους πολύ αξιόλογους δημιουργικούς ανθρώπους κι απέδειξε την αξία τους ως κεντρικός φορέας του θεάτρου στην Κύπρο. 

Για το τρέιλερ, εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=zHWBRgG8tAM