The real red shoes

The real red shoes

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ένας εχθρός του λαού του Ερρίκου Ίψεν

Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παράσταση του ΘΟΚ «Ένας εχθρός του λαού» και τολμώ να πω ότι την βρήκα εξαιρετική! Και την προτείνω ανεπιφύλακτα.

Η θεατρική ομάδα του ΘΟΚ δίνει μια δική της εκδοχή του έργου του Ίψεν, μια ερμηνεία—με όλη την έννοια της λέξης—επί σκηνής τόσο του έργου όσο και των νοημάτων του σε σχέση με εμάς. Κατάφεραν και έφεραν τη Νορβηγία του 19ου αιώνα στην Κύπρο του 21ου χωρίς να κουράσουν ή να προκαλέσουν άσκοπα.

Όσες φορές οι ηθοποιοί διέκοψαν τη σύμβαση του δράματος για να σχολιάσουν κτλ., μπορώ να πω ότι ούτε ενόχλησαν ούτε προκάλεσαν όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιου είδους παραστάσεις—τουλάχιστον εγώ ενοχλούμαι ιδιαιτέρως όταν μου διασπούν τη σύμβαση και μου υπενθυμίζουν ότι αυτό που βλέπω είναι ψεύτικο χωρίς λόγο.



Είχαν πάντοτε λόγο για να διακόψουν: διέκοψαν για να κρίνουν, να σχολιάσουν, ν’ αυτοσχεδιάσουν και έτσι να φέρουν αυτό το έργο κοντά μας.

Και τα κατάφεραν. Σχολίασαν, έδειξαν πώς οι δειλοί προσπάθησαν να φιμώσουν ένα ελεύθερο άνθρωπο, πώς ο τύπος μπορεί να χειραγωγηθεί, πώς για τα συμφέροντα εκμεταλλεύονται τον μέσο άνθρωπο οι ισχυροί αδιαφορώντας για το κοινό καλό, πώς αφαιρούν το λόγο απ’ όποιον δεν τους συμφέρει.

Θεωρώ εξαιρετικό τον τρόπο που ο Ίψεν αναγκάζει τον γιατρό Στόκμαν, τον πρωταγωνιστή του έργου, να αναθεωρήσει την ιδεαλιστική του άποψη για τη συμπαγή μετριοπαθή πλειοψηφία. Όντως, οι πολλοί δεν έχουν δίκαιο πάντα, αντιθέτως μετατρέπονται εύκολα σε όχλο. Διότι όπως είπε και ο Λέβ Τολστόι το λάθος δεν παύει να είναι λάθος ακόμα κι αν το υποστηρίζει η πλειοψηφία.



Κράτησα ένα πολύ ωραίο παράπονο απ΄την παράσταση: ότι είν’ άδικο να έχουν μετατρέψει ένα τόπο που αγαπάς σ’ ένα τόπο που δε σ’ αρέσει, ότι ειν’ άδικο να πνίγουν τη δημιουργικότητα και ν’ απομυζούν τη φαιά ουσία αξιόλογων ανθρώπων π’ αποφάσισαν να μην φύγουν και ν’ αγωνιστούν εδώ.

Νομίζω ότι μ’ αυτή την παράσταση ο ΘΟΚ έδωσε βήμα σε κάποιους πολύ αξιόλογους δημιουργικούς ανθρώπους κι απέδειξε την αξία τους ως κεντρικός φορέας του θεάτρου στην Κύπρο. 

Για το τρέιλερ, εδώ: http://www.youtube.com/watch?v=zHWBRgG8tAM

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Gabriel García Márquez

The Colombian novelist and Nobel Laureate Gabriel García Márquez passed away on Thursday at the age of 87.

Márquez’s work is highly influential and it re-vitalized the Latin American literary production. His contribution to the development of magical realism is unquestionable.



And like all great writers he was wise and insightful.
So I would like to remind you one of his very apt observations:

“It is not true that people stop pursuing dreams because they grow old, they grow old because they stop pursuing dreams.”


May he rest in peace and may he keeps touching people’s hearts with his words.

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Μια Κυριακή των Βαΐων

Σαν σήμερα, Κυριακή των Βαΐων οι Μεσολογγίτες αποφάσισαν να κάνουν την ηρωική τους έξοδο και να σπάσουν τον πολιορκητικό κλοιό των Τούρκων. Τον Απρίλιο του 1826, και πιο συγκεκριμένα τη νύχτα της 10ης Απριλίου, οι Μεσολογγίτες αποφάσισαν ότι είχε φτάσει ο καιρός να βγούν από την πόλη.

Η ιστορία κατέγραψε τα γεγονότα της πολιορκίας του Μεσολογγίου αλλά η ποίηση, και πιο συγκεκριμένα η ποίηση του Διονυσίου Σολωμού σκιαγράφησε το ηθικό μεγαλείο των Μεσολογγιτών απέναντι στις προκλήσεις και τις αντιξοότητες.



Για εμάς, ωστόσο, αυτό το παρελθόν μοιάζει μάλλον εξιδανικευμένο και απόμακρο. Και αλήθεια, είναι ως ένα βαθμό εξωραϊσμένο˙ η τέχνη έχει την τάση να εξυψώνει.

Όμως, η ανάγκη διατήρησης της εσωτερικής ελευθερίας υπάρχει ακόμα και σήμερα. Και αυτό είναι το μήνυμα των  «Ελεύθερων Πολιορκημένων», ότι δηλαδή η εσωτερική ελευθερία είναι το στοιχείο που δίνει στην ανθρώπινη ζωή αξία. Έτσι, νομίζω ότι ο ποιητής του Αγώνος έχει κάτι να μας πει και σήμερα. Μας συμβουλεύει να παραμείνουμε εσωτερικά ανεξάρτητοι, όπως ακριβώς παρότρυναν και οι στωικοί φιλόσοφοι με έναν κάπως πιο αυστηρό τρόπο βέβαια.

Αλλά ακόμη κι αν αδιαφορεί κανείς για το πιο πάνω μήνυμα του ποιήματος, αξίζει να συνεχίσει την ανάγνωση γιατί θα πάρει από το έργο του Σολωμού εξαιρετικά παραδείγματα γλωσσικής αρμονίας, γλαφυρότητας και παραστατικότητας.



Σας αφήνω με ένα από τα πιο περιγραφικά αποσπάσματα από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα οι Μεσολογγίτες αποφασίζουν να ηχήσουν τις σάλπιγγες για να συγκαλέσουν την πόλη σε συμβούλιο και να εμψυχώσουν ο ένας τον άλλο. Στο προηγούμενο χωρίο περιγράφεται η ομορφιά της φύσης την άνοιξη, ένας πειρασμός για τους Μεσολογγίτες που τους προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη θλίψη όταν αναλογίζονται ότι ο θάνατος είναι κοντά.

Η σάλπιγγα ηχεί μα αδύναμη και εξασθενημένη. Οι Τούρκοι περιγελούν τους Μεσολογγίτες και ηχούν τη δική τους σάλπιγγα για να κάμψουν το ηθικό των πολιορκημένων.



«Σάλπιγγα, κοψ’ του τραγουδιού τα μάγια με τή βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιού, μήν κόψουν την αντρεία».

Χαμένη, αλίμονο, κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και καθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
τ' αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο,
βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
τον όμορφο τρικύμισε καί ξάστερον αέρα·

τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.


Το συγκεκριμένο απόσπασμα έχει μια ξεχωριστή αρμονία, τόσο σε ρητορικά σχήματα όσο και στον τρόπο που δημιουργεί ηχητικές εικόνες σμίγοντας τον ήχο με την εικόνα, δίνοντας κίνηση στο χωρίο και ρυθμό με διάφορες παρηχήσεις που αναπαράγουν τον ήχο της σάλπιγγας.

Ιδιαιτέρως οι τελευταίοι στίχοι έχουν ένα ξεχωριστό άκουσμα και διαπλέκουν τα ρητορική σχήματα με τρόπο εξαιρετικό. Για παράδειγμα, η αναδίπλωση και παρήχηση του ρ στο «βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα» ή η εικόνα του πεφταστεριού σε συνάρτηση με την παρήχηση του ρ και την επανάληψη της λέξης «λαλιά» στον τελευταίο στίχο «τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο» δίνουν στο απόσπασμα κίνηση και δημιουργούν μια αίσθηση απειλής.

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Un puente sobre el Drina

Un puente sobre el Drina es una novela escrita por el escritor serbio Ivo Andrić. Andrić ganó el Premio Nobel de Literatura en 1961. Escribió este libro en Belgrado durante la Segunda Guerra Mundial y lo publicó en 1945. El libro cuenta la historia de la ciudad de Višegrad, una ciudad que está en Bosnia-Herzegobina.



 La novela consiste en muchos cuentos personales de varios temas que tienen en común solamente el puente de Višegrad, una obra de Mehmet Paša Sokolović que unía el imperio otomano. Es un libro emocionante y sensible y está explorando la convivencia de varias nacionalidades en este lugar.


La historia empieza con la construcción del puente que comenzó en 1566. Andrić presenta la vida como algo flúido que cambia constantemente. Lo único que es estable es el cambio y el puente sobre el Drina. La novela presenta después de la ocupación otomana, la dominación austrohúngara, las guerras de los Balcanes y finalmente el inicio de la Guerra Mundial en 1914 después del asesinato del archiduque Francisco Fernando en Sarajevo. La Primera Guerra Mundial fue un momento histórico decisivo porque Višegrad fue evacuada y se volaron algunas porciones del puente.



El libro es muy interesante porque tiene un carácter único e individual. Es una novela que puede presentar la vida de muchas naciones sin ser subjetiva o prejuiciada. Sin tener protagonistas, el escritor logra presentar una idea esférica de la vida de los habitantes de Višegrad, mostrando sus costumbres, sus cuentos y sus pecularidades, los que él aprendió cuando vivía allí como pequeño.

Ivo Andrić y el puente

Lo que me ha gustado más es el humanismo del escritor y la manera con la que delata que es posible vivir en un país multiétnico sin tener problemas importantes. Sin embargo, a veces, la estructura del libro es un poco difícil y es posible que se olviden algunos personajes que a menudo reaparecen.



Finalmente, recomendaría este libro por su carácter único y sensibilidad. Es un libro que me han regalado y volvería a leerlo en el futuro porque no solo es muy interesante sino que también demuestra las similaridades que existen en el mundo, y en particular entre las naciones de la península balcánica.

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

During the war


In a previous text I said that we were at war and that all our plans were postponed for after the war. Now it has dawned upon me that I could have never realized how right I was— I know this could raise some eyebrows, especially of those who know that I usually say that I’m always right.

Nevertheless, I wasn’t so certain if what I had felt made sense to everyone. Now I think it should. But let me tell you what made me so sure of the correctness of my previous text.

Yesterday as I was parking my car at a road near the centre— for those who know Nicosia, I was at a side street near Kallipoleos avenue— my eyes caught a sight that made me so sure of the war state we are in and so angry, so enraged that I couldn’t even bring myself together.

There was a woman in the street. She was shabbily dressed and was pushing a cart. At first, when I saw her from afar I thought that she was pushing a baby stroller. But no, it wasn’t a baby stroller: there was no baby inside only rubbish.

She was picking rubbish from a big container in broad daylight. She didn’t care that I was there looking at her. She was using a rod to “fish” rubbish and build a pile of disgusting used things like single-use gloves or God knows what else.


I didn’t see very well. I was trying to avoid looking at her partly because I didn’t want to make her feel ashamed and partly because I couldn’t bear to look at this sight.

Cyprus was never like that. We had our share of poor people and people who had difficulties to make ends meet but Cypriots would never stoop to collecting rugs and finding a living off garbage.


That is why I’m enraged. I cannot put in words how overwhelmingly responsible our politicians, economists and bankers are. I cannot put in words how disgusted I am by our European “allies” who blame simple people for destroying the economic system.



And coming back to my initial statement, we have war conditions around us even though we are not at war. This image of the bent figure over the rubbish container is the same we encountered in the books telling stories from the Second World War and the German occupation that our high school teachers made us read.

It brought me to mind the images Alki Zei describes at Petros’s War (Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου) or George Sari in When the sun... (Όταν ο ήλιος...). 

These very sad books full of misery and starving people that we didn’t want to read have similar images with our everyday lives. So if this isn’t tragic irony I don’t know what else could be.


Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Οδηγώντας

Οδηγούσε στον περιφεριακό αυτοκινητόδρομο. Ήταν κάπως αφηρημένη. Θα βρέξει σκεφτόταν, βλέποντας τα πυκνά σύννεφα στον ορίζοντα μπροστά της. Ήθελε  να φτάσει σπίτι πριν πιάσει η βροχή. Φοβόταν να οδηγεί όταν έβρεχε. Φοβόταν να είναι έξω απ’ το σπίτι όταν έβρεχε. Μα τι να κάνει αφού είχε ξεμείνει, μέχρι τόσο αργά. Η νύχτα ήταν πυκνή και ο δρόμος σκοτεινός. Γύρω της μόνο χωράφια γεμάτα σπαρτά ή αγριόχορτα. Η μόνη σήμανση του δρόμου ήταν τα φωσφοριζέ ασημένια σημάδια που ήταν καρφωμένα πάνω στην άσπρη γραμμή που δήλωνε το όριο. Μέχρι εκεί μπορούσε να πάει.


Η άσφαλτος ήταν νωτισμένη. Θα έβρεξε και πριν και δεν θα το πήρα είδηση, σκέφτηκε καθώς άναβε τα μακρινά φώτα του αυτοκινήτου. Προτιμούσε να βλέπει όσο πιο μακρυά γινόταν. Δε θα έτρεχε, όχι, η ταχύτητα ποτέ δεν της άρεσε. Αλλά ένοιωθε πιο ασφαλής όταν τα φώτα της έφταναν μέχρι εκεί που μπορούσε να δει. Είναι βέβαια λογικό: πάντα φοβάσαι το άγνωστο, το σκοτεινό, αυτό που δεν  μπορείς να μάθεις.

Το ράδιο της κρατούσε συντροφιά. Ήταν καλό που το είχε κι αυτό. Σε συνδυασμό με τα δυνατά φώτα του αυτοκινήτου αλάφραινε τις σκέψεις της. Έπαιζε το Hotel California. Ωραίο τραγούδι σκέφτηκε αν και υποτονικό κάποτε. Παλιά, σαν το άκουγε δεν πολυκαταλάβαινε και τι έλεγε. Νόμιζε ότι μιλούσε για ένα στοιχειωμένο σπίτι με φαντάσματα. Αφού έλεγε σε κάποια φάση “spirit”. Μετά έμαθε πως ήταν το αλκόολ. Και ακόμα πιο μετά έμαθε ότι το τραγούδι είναι για την εξάρτηση απ’τα ναρκωτικά. Όχι και τόσο εύστοχος ο τίτλος σκέφτηκε. Κι άλλα πολλά τραγούδια που δε θα το λέγε κανείς ότι είναι για τις εξαρτήσεις, καταλήγουν να μιλούν για αυτές. Όπως το «Λιωμένο Παγωτό» και το «Ο βασιλιάς της σκόνης».




Μια αστραπή φώτισε το βάθος. Μωβ και καφέ ο ουρανός. Φοβερό το θέαμα. Μα δεν μπορούσε να το απολαύσει. Φοβόταν μην αρχίσει να βρέχει. Δεν μπορούσε και να τρέξει. Φοβόταν και την ταχύτητα. Αχ Θεέ μου μη βρέξεις πριν φτάσω στο σπίτι, παρακαλούσε καθώς από τη μια προσπαθούσε να εφαρμόσει το «Μυστικό» και να κάνει μόνο θετικές σκέψεις. Θα φτάσω σπίτι καλά και θα φορέσω τις πιτζάμες μου, παρηγορούσε τον εαυτό της όπως της είχε μάθει η New age philosophy που τόσο ευλαβικά ακολουθούσε. Όταν δεν είχε της μαύρες της.

Κι άλλη αστραπή έφτιαξε ένα φωτεινό φόντο για το αυτοκίνητο που ερχόταν από απέναντι. Τα φώτα του λειτουργούσαν σα προβολείς ελπίδας. Δεν είμαι μόνη μου σ’ αυτόν τον έρημο δρόμο σκέφτηκε. Έχει κι άλλους που έμειναν εδώ έξω τόσο αργά, μια τέτοια νύχτα, είπε στον εαυτό της.

Το τραγούδι άλλαξε. Δεν τολμούσε να δει το ρολόι μα μετρούσε το χρόνο με τραγούδια. Σε ένα τραγούδι θα φτάσω σπίτι. Άλλη ροκιά, το Knocking on heavens door. Αυτή μάλιστα. Αν και μπαλάντα είχε μια διαχρονική αξία. Μια αμφισβήτιση του πατριωτικού ιδεώδους. Μια αντίσταση. Της άρεσε. Τη σιγομουρμούριζε. Και έτσι θυμήθηκε τραγούδια του παραδείσου που αναρωτιούνται για το Θεό. Το One of us κατακρίβειαν της είχε κολλήσει τώρα. Πιασάρικο αν και παλιό.



Αλήθεια, θα μπορούσε ο Θεός να ζει σαν εμάς... Όχι, μάλλον θα νευρίαζε και μάλλον θα μετάνιωνε που μας έπλασε αν ζούσε την καθημερινότητά μας. Εκείνη πάντως σίγουρα θα μετάνιωνε αν ήταν υπεύθυνη για την ανθρωπότητα.

Τώρα, αν έβρισκε εκείνη το θεό θα τον ρωτούσε σίγουρα «Γιατί;». Θα του έλεγε «γιατί» και θα περίμενε απάντηση. Δε θα του έδινε διευκρινίσεις. Θα έπρεπε Εκείνος να απαντήσει σε όλα τα «γιατί» μαζί. Αφού είναι παντογνώστης και παντοδύναμος, σίγουρα θα τα έβρισκε.




Το πιο πικρό «γιατί» μάλλον είν’ εκείνο που δεν έχει απάντηση. Γιατί ο καθένας έχει τη δική του σχεδία και ταξιδεύει μονάχος; Γιατί ενώ έξω ο καιρός μαίνεται και τρομάζει τους πάντες ο καθένας μένει στο δικό του αυτοκίνητο, με τη λαμπερή του πανοπλία από προβολείς και αναρωτιέται για πράγματα που δεν μπορεί να ξέρει αντί να έχει τον άλλο πλάι του; Θα ‘ξέρε άραγε να της απαντήσει ο Θεός ή θα χαμογελούσε και θα έφευγε;

Ειν’ ώρες τώρα που βρήκε να σκέφτεται ότι το όλο κόνσεπτ του Θεού είναι λάθος. Κάπου είχε διαβάσει πάντως ότι δεν Τον καταλαβαίνουμε. Ο Θεός δεν είναι τέλειος έγραφε το βιβλίο αλλά ο Θεός είναι αγάπη.

Ναι, αγάπη, αυτό είν' όλο. Γι' αυτό και δεν καταλαβαίνουμε. Γι'αυτό κι έχουμε γίνει η Πολυξένη του Εγγονόπουλου. Ή μάλλον Πολύ- ξένοι.

MT





Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Pierre Menard, autor del Quijote

Jorge Luis Borges

“Pierre Menard, autor del Quijote” es un relato del escritor argentino Jorge Luis Borges, incluido en su libro Ficciones publicado en 1944. El relato tiene la forma de un artículo de crítica literaria pero trata den un crítico ficticio. El retrato es sobre Pierre Menard, un escritor imaginario que pretende “reescribir” el Quijote de Cervantes. Pero, Menard no solamente intentó traducir el Quijote o reversionarlo: Menard pretendía “reescribir” la obra escribiendo las mismas palabras que Cervantes.

Borges aprovechando la ironía, el humor y la fantasía escribe un relato sobre la literatura, la crítica literaria, la paternidad literaria de las obras y su interpretación en otras épocas. Además, Borges demuestra el efecto que tiene el contexto histórico y cultural sobre la interpretación de los textos literarios y destaca el significado de la respuesta del lector.




“Pierre Menard, escritor del Quijote” es un relato divertido, con varios aspectos teóricos y metaliterarios y además una obra de la literatura sobre la literatura. Menard es una caricatura del poeta y del escritor que es demasiado soberbio y según se dice, es, a lo mejor, Stéphane Mallarmé o Paul Valéry.